Δε σε νοιάζει αν θα γνωριστείτε όπως ο Ορέστης με την υπολοχαγό Νατάσα, ή από ένα κερασμένο σφηνάκι ή από ένα inbox. Ωριμάζοντας έμαθες ότι η εμφάνιση δεν είναι επικεφαλής, μπορεί να έχει μια μυταρόλα σαν ανοιχτήρι για κονσέρβες ή να χορεύει σαν να έχει ρήξη μηνίσκου και στα δυο πόδια. Είναι όμως ο άνθρωπος εκείνος που όταν θα κοιταχτείτε κατάματα, αφοπλίζεστε όπως τα κουτάβια που τα γραπώνει η μάνα τους από το σβέρκο.

Στην αδιάκοπη εξερεύνηση μας γι’ αυτόν τον «άνθρωπο-καταλύτη», αυτοπροσδιοριζόμαστε ως άτυχοι όταν αργούμε να τον γνωρίσουμε ή τον γνωρίζουμε αλλά ζούμε στο Λιανοκλάδι και αυτός στη Βόρειο Κορέα ή ακόμη χειρότερα, τον γνωρίσαμε αλλά φοβούμενοι την επιρροή που μας ασκεί, τον βγάλαμε από τη ζωή μας. Η τελευταία κατηγορία δε διαγωνίζεται στην ατυχία, καθώς έχει επάξια κερδίσει το Νόμπελ ηλιθιότητας. Οι δύο προηγούμενες πάλι, ενώ διαγωνίζονται, δεν κερδίζουν το βάθρο.

Εκεί που η γκίνια αποκτά τη μορφή σου, ο Μέρφι νιώθει επιβεβαίωση στην τοποθεσία «η ζωή σου», και τα γκαντεμόμετρα σπάνε βελόνες, είναι τη στιγμή που θα πεις «χαίρω πολύ» σε αυτόν τον άνθρωπο που τόσο αναζητούσες, μετά από σύσταση που σας κάνει η σχέση σου. Είναι η στιγμή που ενώ είχες συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι κανείς πλέον δεν μπορεί να σε ηλεκτρίσει σε σημείο να νομίζεις ότι πάτησες τριφασικό καλώδιο, και ότι έπραξες σωστά με το να δώσεις ευκαιρία σε μια χλιαρή για αρχή αλλά υποσχόμενη σχέση, τελικά το Εξκάλιμπερ έρχεται και καρφώνεται στον εγκέφαλό σου με τη μορφή είτε φίλου, είτε συγγενή, είτε συνεργάτη του δεσμού σου.

Όποτε θα βρίσκεστε στον ίδιο χώρο, θα τον λοξοκοιτάς και ενστικτωδώς θα του ουρλιάζεις ένα εύγλωττο και βιαστικό S.O.S. με τα μάτια, χωρίς όμως να θες να το αντιληφθεί. Όποτε σου απευθύνεται, θα ρίχνεις το κεφάλι σου κάτω μη τυχόν και δει το μυστικό σου, ούτε αυτός, αλλά κυρίως η σχέση σου που μες την άγνοιά της θα εύχεται να αλληλοσυμπαθιέστε για να λάβει τα εύσημα της καλής επιλογής που έκανε, τρομάρα της.

Το βάσανο θα επεκτείνεται ακόμα κι όταν δε θα έρχεται στις κοινές συναντήσεις γιατί θα είναι σε κάποιο ραντεβουδάκι, κι εσύ θα γίνεσαι σαν εκείνους τους βετεράνους που γυρνούν από τις εμπόλεμες ζώνες με μετατραυματικό στρες. Και όταν θα του εξιστορούν τη βραδιά και πόσο έχασε που δεν ήρθε, εσύ θα σκέφτεσαι με απογοήτευση «εγώ να δεις πόσο έχασα που δεν ήρθες». Ίσως φθάσεις στο σημείο εκείνο που η όρεξη και η διάθεσή σου θα εξαρτάται αποκλειστικά από το αν θα τον δεις.

Επόμενη στάση του μυαλού σου: «τι θα πει ο κόσμος». Πρώτον, ξέρεις πολύ καλά τι θα πει ο κόσμος. Δεν τον ενδιαφέρει που δε μύρισες τα νύχια σου ώστε να περιμένεις λίγο ακόμα, ούτε το ότι είσαι πιο γκαντέμης κι από τον Τιτανικό. Δεύτερον, ο κόσμος μπορεί να κρίνει αυτά που λες κι αυτά που κάνεις. Όσο αυτά μένουν μέσα στο μυαλό σου, δεν μπορεί ούτε να τα ξέρει, ούτε να τα ελέγξει (εδώ δεν μπορείς να τα ελέγξεις εσύ). Τρίτο και κυριότερο, εδώ ρε δεν ξέρεις τι θα έλεγε ο πρωταγωνιστής αυτών των σκέψεων, ο κόσμος σε μάρανε;

Γιατί η «ασφάλεια» της σιωπής φυσικά έχει κι αυτή το δικό της τίμημα. Ίσως να έτρωγες ένα σκαμπίλι που να γύριζε το κεφάλι σου σαν το κοριτσάκι από τον «Εξορκιστή», ίσως πάλι να σε κοιτούσε με εκείνο το χαμόγελο που σου ρίχνει μερικές φορές και ισοπεδώνεσαι σαν τους δίδυμους πύργους, και να γινόσασταν κουβάρι. Αλλά ως τότε, θα υποθέτεις.

Την αλήθεια τη θέλουν όλοι, αλλά λίγοι είναι αυτοί που έχουν άντερα να την υποστούν. Από την άλλη το ψέμα όσο στρογγυλεμένο και καλά περιτυλιγμένο να είναι, δεν παύει να είναι ψέμα. Ακόμα και το επόμενο βήμα είναι συνυφασμένο με το κατσικοπόδαρο κισμέτ σου. Η Ιερά Εξέταση είναι το μόνο εύκολο για όποιον μιλά εκ του ασφαλούς ή δεν έχει καεί η γούνα του. Και η μεγαλύτερη απόδειξη είναι ότι σε κάθε τέτοια περίσταση, ενώ θα ακούσεις δογματικές υποδείξεις για ώρες, δε θα ασχοληθεί κανείς ούτε για πέντε λεπτά με τον μαζοχιστικό πόνο που έχεις προκαλέσει στον εαυτό σου, άθελα σου.

Ελάχιστοι θα μπουν στον κόπο να αφιερώσουν ένα λεπτό λογικής για να καταλάβουν ότι για όλους θα ήταν ευχής ευαγγέλιο να μην υπάρχει αυτός ο «τριγωνισμός». Αν για τους άλλους είναι μία φορά πρόβλημα, για σένα είναι δέκα, και ενώ το μαστίγωμα είναι απόλυτα δικαιολογημένο, δε θα λύσει κανένα απολύτως πρόβλημα. 

Πάρε χαμπάρι ότι όσο θα βρίσκεσαι σε λάθος καράβι, όπου και να σε ταξιδέψει, σε όποιο λιμάνι κι αν κατέβεις, πάλι θα σε λάθος μέρος θα είσαι. Ο έρωτας είναι αγενής επισκέπτης, δε θα χτυπήσει κουδούνι, ούτε θα κάνει «τοκ-τοκ» την πόρτα, σε εργάσιμες ώρες. Θα της πατήσει έναν κλότσο και θα την ισοπεδώσει μαζί με το κούφωμα και όποιον είναι πίσω της, όποτε του καυλώσει. Γι’ αυτό ξύπνα και διάλεξε: αμαρτίες ή απωθημένα; Γιατί αν περιμένεις απ’ την τύχη σου καήκαμε.

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης