Κι εκεί που ξεκινάς να «κατεβάσεις καλοκαιρινά» με βαριά καρδιά που θα φας όλο το σαββατοκύριακο χωμένος μέσα στις ντουλάπες ανάμεσα σε ρούχα που ίσως και να μη σου μπαίνουν πια, εμφανίζεται ένα κιβώτιο. Μέσα άλμπουμ από κείνα τα παλιακά, με το χοντρό χαρτόνι και τη μεμβράνη για να προστατεύει τις φωτογραφίες. Μαζί με τα άλμπουμ και κάποια παλιά παιχνίδια, φιγούρες κι αντικείμενα που ούτε καν θυμόσουν ότι είχες παραχώσει εκεί μέσα. Σε αντίθεση με τα παιχνίδια και τις φωτογραφίες των σημερινών παιδιών που χωράνε όλα μαζί σε μια κάρτα μνήμης, εσύ ακόμα κι αν έχεις πετάξει τα περισσότερα, και πάλι θες μισή αποθήκη για να τα χωρέσεις.

Αν μεγάλωσες μέσα στη δεκαετία των 90s είναι μάταιο να πεις σε συνομήλικό σου για τα παιδικά σου χρόνια. Τα ξέρει, γιατί κι αυτός έκανε ακριβώς τα ίδια. Και ναι, ήταν όλα υπέροχα, από το πρωί που ξύπναγες βαρυγκομώντας για το «γλώσσα-γλώσσα-μαθηματικά κ.ο.κ.», μέχρι το βράδυ που έπεφτες ξανά στο κρεβάτι κάνοντας την προσευχή σου μπροστά στην αφίσα του Michael Jordan. Οι μόνες φράσεις που μπορούσαν να σου χαλάσουν τη διάθεση ήταν το «βγάλτε μια λευκή κόλλα», και το «αύριο έλα με τον κηδεμόνα σου».

Στην τάξη σου το θρανίο το χώριζες με πινελάτο blanco στη μέση, και ήταν γεμάτο με στίχους και ονόματα συγκροτημάτων. Αν το έβλεπες τώρα θα αναρωτιόσουν πώς γίνεται οι metallica να είναι δίπλα δίπλα με τους Backstreet Boys, αλλά τότε αυτό δε φαινόταν καθόλου παράλογο. Επίσης έγραφες αφιερώσεις σε γύψους, λευκώματα, σχολικές τσάντες, περιτυλίγματα από σοκολάτες, ακόμα και σε σακούλες από τυρόπιτες. Όπως έχουμε ξαναπεί, αν έλεγες τη φράση «έγραψα στον τοίχο σου», τότε το έλεγες κυριολεκτικά. Αγαπημένο χόμπι, να πας να βρέξεις το σφουγγάρι του μαυροπίνακα, κάτι για το οποίο έκανες όση ώρα θα χρειαζόσουν κανονικά για να πλύνεις λεωφορείο.

Όταν δεν ήσουν εχθρός με το δίπλα τμήμα, ήσουν εχθρός με το δίπλα σχολείο. Τα θρυλικά μπασκετάκια που ξεκίνησαν Σεπτέμβριο και διαρκούσαν σε όλα τα διαλείμματα μέχρι τον Ιούνιο, με τελικό σκορ 2348-2267 ακόμα τα θυμάσαι και πονάνε τα γόνατά σου.

Η μάνα σου έβλεπε Santa Barbara, Ατίθασα Νιάτα, Αυτός Αυτή και τα μυστήρια, και μαζί με τη γιαγιά σου έβλεπαν παρέα Τόλμη και Γοητεία. Τα απογεύματα Δυναστεία, κι αργότερα Λάμψη. Εσύ Καρουζέλ και Ατρόμητους τις καθημερινές, και το Σάββατο μπαράζ που ξεκινούσε από τις 8 με Flinstones και Scooby Doo, συνέχιζε με Ghostbusters, Dragonball, Sailormoon, Μάγια η Μέλισσα και G. I. Joe. Φυσικά Ιππότη της Ασφάλτου και Baywatch τα μεσημέρια. Για τους πολύ μυημένους, το βάθρο του καλύτερου παιδικού ανήκε στη Φρουτοπία. Η ταύτιση με το Ρούχλα είναι ο λόγος που θα κατέληξαν γεροντοπαλήκαρα οι μισοί σημερινοί τριανταπεντάρηδες.

Τα απογεύματα όταν δεν είχες φροντιστήριο ή καράτε ή ποδόσφαιρο ή μπάσκετ ή πιάνο ή χορό ή ό,τι άλλη δραστηριότητα είχαν σκεφτεί να σε γράψουν οι γονείς σου, κι αν την άλλη μέρα δεν έγραφες διαγώνισμα, κι αν δεν είχες σπάσει τίποτα για να είσαι τιμωρία, έβλεπες λίγο «Τροχό της Τύχης» με τον Πολυχρονίου ή το αντίπαλον δέος το «Μεγάλο Παζάρι» με το Μικρούτσικο και την κουρτίνα 3 που πάντα ήταν ο Ζονκ και απορώ γιατί σκατά την επέλεγαν. Το βράδυ επίσης πλούσιο, κι αν ήξερες ότι το «Ρετιρέ» και της «Ελλάδος τα παιδιά» θα τα βλέπεις σε επανάληψη για τα επόμενα 25 χρόνια, δε θα είχες τόσο ζήλο να μη χάσεις επεισόδιο.

Τα παιχνίδια σου ήταν άπειρα, και ελάχιστα παίζονταν σε οθόνη (Amiga, Game Boy, Nitendo, Game Gear, και πολύ αργότερα, το πρώτο Playstation). Tα περισσότερα ήταν χειροπιαστά, και τα έβαζες σε κάτι μεταλλικούς κουβάδες. Από φιγούρες G.I. Joe και Batman για τους κυρίους και Barbie/ Sindy για τις κυρίες, μέχρι μπουγελόφατσες, βιοχλαπάτσες, μινιατούρες αυτοκινήτων, γκαζεδάκια Ferbies, Ευχούληδες, Lego και ποδοσφαιράκια Subutteo. Για τις μαζώξεις, βιβλιοθήκες και ντουλάπες ολόκληρες με επιτραπέζια όπως Ναυμαχία, Stratego, Hotel, Taboo, Monopoly (αυτό και καλά στο είχαν πάρει οι γονείς σου δώρο αλλά ήταν για να παίζουν αυτοί), Hero Quest, και πολλά άλλα με κάρτες – γνώσεων, που επίσης σου είχαν πάρει -και καλά- για παιχνίδι αλλά ο σκοπός τους ήταν καθαρά εκπαιδευτικός. Τώρα που είπα κάρτες, αν είσαι αγόρι, φυσικά δεν ξεχνάς το Yπερ-ατού, το οποίο παίζει να το έχεις ακόμα σε κάποιο συρτάρι.

Όσο πήγαινες Δημοτικό κυκλοφορούσες ή με τσάντα Paxos που διαφήμιζε ο Ζουγανέλης ή με Nakis. Παίζει να είχες και δεύτερη για το φροντιστήριο αλλά συνήθως ήταν η περσινή σου. Στο γυμνάσιο πήρες την πρώτη σου Polo, την οποία από τα γραψίματα και τα συνθήματα την έκανες Kolo εντός του πρώτου τριμήνου, και στο Λύκειο πήρες την ταχυδρομική Eastpack στης οποίας τις μπροστά τσέπες είχες το 3310, το μαλακό Prince, αναπτήρα Zippo και πορτοφόλι. Εκείνη την εποχή είδες για πρώτη φορά ένα μισόβρακο που φορούσαν μερικές προχώ συμμαθήτριες και λεγόταν στρινγκ.

Κάθε Σάββατο πήγαινες και σε ένα πάρτι. Οι γονείς σου είχαν ξεπαραδιαστεί να παίρνουν δώρα για τους συμμαθητές, και το σαββατόβραδο είχε μπόμπες, χυμούς, κρυφτό. Οι αγορίστικες τούρτες είχαν ή σήματα ομάδων ή αναπαράσταση ποδοσφαιρικού γηπέδου, κι οι κοριτσίστικες μια λιμνούλα από γαλάζια μαρμελάδα με ψαράκια και σειρήνες ή τη Sailor Moon. Μπορεί να μην ήταν τόσο όμορφες, αλλά σίγουρα τις προτιμάς από τις σημερινές που θυμίζουν φελιζόλ με παντεσπάνι. Τραγικές φιγούρες και πάλι οι γονείς, που περίμεναν έτοιμοι να κοιμηθούν στις καρέκλες να τελειώσει το «γλέντι».

Κάθε Τετάρτη αγόραζες Αλμανάκο, κάθε Παρασκευή αγόραζες Μίκυ Μάους ή/και Ποπάι. Αν ήταν χειμώνας, τσίμπαγες και μια Κουκου – Ρούκου, αν ήταν καλοκαίρι έπαιρνες παγωτό Laky Cap με το παιχνίδι από κάτω. Το παγωτό ήταν ελάχιστο και το παιχνίδι μαλακία, και κατέληγες να τρως και το μισό καϊμάκι του πατέρα σου ή το «Σικάγο» της μάνας σου. Εναλλακτικά «Πατούσα» ή «Max».

Και μιας και πιάσαμε τα παγωτά. Κάθε χρόνο έκανες αμάν να τελειώσει το σχολείο, και καπάκι την επόμενη μέρα μετά τη γιορτή σου φόρτωνε η μάνα σου ένα κάρο βιβλία με ασκήσεις για το καλοκαίρι που σε προετοίμαζαν για την επόμενη σχολική τάξη.  Τότε έμαθες ότι το εξώφυλλο δεν κάνει το βιβλίο. Ροζ Πάνθηρας στο εξώφυλλο, προπαίδεια και δεκαδικά ψηφία το περιεχόμενο. Απάτη και ψέμα παντού κι από τότε.

Τα καλοκαίρια είχες άλλη παρέα στο χωριό την οποία έβρισκες όταν πήγαινες διακοπές. Κι αργότερα που είχες μεγαλώσει αλλά ακόμα δεν έβρισκες γυναίκα εφήυρες το «Έχω μια γκόμενα, από το χωριό, δεν την ξέρετε», κι έγινες viral. Κατά τα άλλα το καλοκαίρι είχε μπουγέλο, βόλτες με τα ποδήλατα, τούμπες και σκισμένα γόνατα, σκοινάκι, και βουτιές στην παραλία μέχρι να βγουν οι μανάδες στο δρόμο να αρχίσουν τις τσιρίδες να μαζευτούμε.

Όσο πήγαινες δημοτικό, η μάνα σου σε έντυνε σαν τσίρκουλο, φορώντας σου πολύχρωμα ρούχα με κινούμενα σχέδια, ιππόκαμπους, χαμογελαστές κάμπιες, κι αν ήσουν και κορίτσι, σου έκανε αφέλειες που θύμιζαν κουρτίνα μπορντέλου των 70s. Μετά που μεγάλωσες κι επαναστάτησες, συνέχιζες να ντύνεσαι σαν μετενσάρκωση του Ταμτάκου απλά δεν το ήξερες. Φόρμες με λευκή ρίγα στο πλάι ή καμπάνες τζην «501» της Levi’s, τρισάθλιο μπουφάν με καφέ καστόρι στην πλάτη και στάμπα μια πρασινοκέφαλη πάπια, χοντρό φούτερ που σε πάχαινε δέκα κιλά και νόμιζες ότι φοράς το ανθρωπάκι της Michelin, κι εκείνα τα κιτρινιάρικα μποτάκια με τους λαστιχένιους πάτους που -δυστυχώς- ξαναφορέθηκαν πριν λίγα χρόνια. Φυσικά θα παραμείνουν αξέχαστα εκείνα τα γυναικεία Down Town που συνδύαζαν γαλότσα για να πας στο αμπέλι και πλατφόρμα. Γενικώς αν για κάτι έχει να ντρέπεται η δεκαετία των 90’s, είναι για τα ρούχα και τα κουρέματά της. Από τις τύπου Βέρμαχτ μπότες, τα μπλουζάκια με τους Iron Maiden, τα Home Boy και τα Flight μπουφάν μέχρι τους φράχτες, τις μοικάνες, τις ξανθές ανταύγειες των αντρών και τα Arnette γυαλιά τύπου «μύγα», αυτή η δεκαετία ήταν μια καταστροφή.

Την τελευταία χρονιά των 90’s, αν πήγαινες γυμνάσιο ή λύκειο, κωλοβάραγες τρεις μήνες στα μπιλιάρδα και τις καφετέριες με τις καταλήψεις για το νομοσχέδιο Αρσένη. Τότε έμαθες τάβλι, τότε μάλλον έκανες το πρώτο σου Marlborο, και φασώθηκες για πρώτη φορά σε κάποιο παγκάκι με τόσο πάθος που καταλήξατε να έχετε σάλια ακόμα και στα φρύδια. Την ίδια χρονιά, αν ήσουν κάτοικος Αττικής, έφαγες κι έξι ρίχτερ και για ένα μήνα έβλεπες σε όλα τα κανάλια το ερείπιο της Ρικομεξ.

Δεν είχες κατασταλάξει στο τι μουσική σου αρέσει, κι άσχετα με το τι δήλωνες, άκουγες τα πάντα. Από Black Sabbath μέχρι Κόκοτα. Τα έγραφες και σε κασέττες από το ραδιόφωνο, τις οποίες μετά μάσαγε η θυρίδα και τις γύριζες σαν το κοκορέτσι με το στιλό κάνοντας το σταυρό σου να μην τη χάλασες. Την άκουγες όλη μέρα κι όλη νύχτα με ένα walkman μεγέθους σημερινών laptop. Must εποχής το “Atlantis 90 fm” στο οποίο άκουγες το Ζογκλέρ κι ούτε που καταλάβαινες τι σημαίνει αλλά ταυτιζόσουν, το Jeronymo Groovy και το Diva για τους πιο λαϊκούς. Κατά τα άλλα, ακόμα και μεταλλάς να ήσουν, ήξερες απ’ εξω τους στίχους των τραγουδιών των Κατσιμιχαίων, του Σιδηρόπουλου, κι είχες κοπανηθεί τουλάχιστον μια φορά με την «Ταξιδιάρα Ψυχή». Για club και πίστες ούτε λόγος. Ακόμα κι αν είχες το χαρτζιλίκι να πας, η «πόρτα» πήγαινε κουπί.

Και μετά ήρθε το Internet. Στην αρχή με κάτι παλιακά modem 56Κ που δεν έκανες τίποτε άλλο από chat στο MiRC, κι όσο ο καιρός περνούσε, το ραδιόφωνο με την κασέτα έμενε στην αχρηστεία αφού τα τραγούδια τα έβρισκες στο Napster ή το Limewire. Και σιγά-σιγά όλο και λιγότεροι έβρισκαν ενδιαφέρον στις πλατείες που τόσα χρόνια σπάγαμε τα πόδια μας, κι άρχισαν να κλείνονται στα δωμάτια με τη θέλησή τους, κι όχι μετά από τιμωρία.

Περνάς από τους πεζόδρομους και τις πλατείες που κάποτε δεν μπορούσε να σταθεί άνθρωπος από τις φωνές, και δεν υπάρχει πια ούτε ένα παιδί, τουλάχιστον στις μεγαλουπόλεις. Φυσικά όσοι έμεναν πάνω από τέτοιες πλατείες θέλουν να βρουν το Ζουκενμπεργκ να του φιλήσουν τα χέρια που επιτέλους έχουν καταφέρει να κοιμούνται σαν άνθρωποι τα καλοκαίρια.

Δεν είμαστε εμείς που θα κρίνουμε το πώς μεγάλωσαν οι μικρότεροι, ούτε θα πούμε ότι εμείς ήμασταν καλύτερα παιδιά. Είναι όμως γεγονός ότι αν κάτσει να καταγράψει τις εμπειρίες του ένας από μας που μεγάλωσε τη δεκαετία του ’90 καθώς και τα πρώτα χρόνια που την ακολούθησαν, θα χρειαστεί τον εικοσαπλάσιο χώρο από έναν νεότερό του. Μπορεί τα δικά μας τραγούδια να ήταν κακογραμμένα από το ραδιόφωνο, τίγκα στα παράσιτα και με εμβόλιμες ατάκες του παραγωγού, μπορεί να μην τα ακούγαμε στο ipod αλλά σε κάτι κασετόφωνα – νεκροφόρες. Μπορεί τα δικά μας μηνύματα να μην παραδίδονταν αμέσως αλλά να έβλεπε το φακελάκι ο παραλήπτης τους μετά από δυο μέρες χωμένο κάτω από το χαλάκι της πολυκατοικίας. Μπορεί τα παιχνίδια μας να μην είχαν γραφικά, να ήταν ατσούμπαλα και γεμάτα ατέλειες. Αλλά ήταν όλα αληθινά και χειροπιαστά. Τόσο αληθινά που δεν εξαρτώνται από το πέσιμο ενός server ή την ύπαρξη internet. Την παιδική μας ηλικία τη βλέπουμε στα κιβώτια που έχουμε φυλαγμένα στις σοφίτες μας. Παιχνίδια, κάρτες, αφιερώσεις, καρδιές, λευκώματα. Όλα ιδιόχειρα, χωρίς γραμματοσειρές και ορθογραφικούς ελέγχους, γεμάτα μουτζούρες, καψίματα από τσιγάρα και κιτρινίλα, άψυχα μεν αντικείμενα αλλά με τη δική τους προσωπικότητα. Βινύλια και βιντεοκασέτες με live είτε των Κατσιμιχαίων είτε των Scorpions, φωτογραφίες από εκδρομές καβάλα σε νοικιασμένα (για διπλώματα ούτε λόγος) μηχανάκια και τσαντάκια – μπανάνες με ξεχασμένα εισιτήρια αξίας 50 δραχμών στα τσεπάκια τους.

Ζήσαμε έστω και σαν παιδιά το μεταίχμιο μιας εποχής που έχει αλλάξει οριστικά προς το χειρότερο. Βλέπαμε τους πατεράδες μας να τσακώνονται για να προλάβουν να πληρώσουν τραπέζια που εμείς σήμερα δεν έχουμε τη δυνατότητα να πληρώσουμε ούτε τη μερίδα μας.  Το σπίτι ήταν χώρος για Κυριακάτικο τραπέζι, ειδήσεις των 20:00 και ύπνο. Όλη η πραγματική ζωή γινόταν έξω από αυτό, κι η γκρίνια, η οποία υπήρχε και τότε, μπορεί να μην έλειπε, αλλά σε κάθε ευκαιρία αντικαθίστατο από γέλια, χαρές και γλέντια, που γέμιζαν τα παιδικά σου μάτια με αναμνήσεις των ανθρώπων σου να χαμογελούν.

Είτε είναι καλύτερα τώρα, είτε ήταν καλύτερα τότε, το μόνο σίγουρο είναι ότι κοιτώντας από τη μια όλα αυτά τα ταλαιπωρημένα από το χρόνο κειμήλια, με κροτάφους άσπρους πια, κι από την άλλη τα σημάδια που έχεις ακόμα στα γόνατά σου από τότε, ξέρεις ότι έζησες γαμάτα παιδικά χρόνια.

 

Συντάκτης: Αλέξης Φαραντούρης
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Κεχαγιά