Τσιτάτα στο φουμπου έχουν κυκλοφορήσει, ανέκδοτα έχουν γίνει, έχουν περάσει αναλλοίωτες από γενιά σε γενιά, κι ακόμη να κάνουμε ένα βιβλίο με τις κλισέ ατάκες όλων των γονιών. Ή τουλάχιστον μια κασέτα, ένα σιντί, κάτι τέλος πάντων που να πατάς το πλέι και να ξεκινά τη μουρμούρα. Έτσι κι αλλιώς όλοι τα ίδια λένε.

Πρώτα είναι οι ενδυματολογικές συμβουλές. Αυτό το «ζακέτα να πάρεις», αν κάθε φορά που το ακούγαμε παίρναμε κι από ένα ευρώ, η Ελλάδα θα είχε ξεχρεώσει γύρω στις 10 φορές ως τώρα. Είτε πας στο περίπτερο να πάρεις τσιγάρα, είτε βγαίνεις βράδυ ντυμένος και στολισμένος για ποτό, η ζακέτα είναι must. Γιατί ως γνωστόν, όλες οι ασθένειες του κόσμου παραμονεύουν εσένα, να δουν πότε θα βγεις χωρίς ζακέτα και να σου επιτεθούν. Κάπως έτσι νομίζω πως το έχει στο μυαλό της η Ελληνίδα μάνα. Κι αλίμονο αν τολμήσεις να παρακούσεις την εντολή, είναι ικανή να ‘ρθει στο μαγαζί και να στην πλέξει επιτόπου.

Ομοίως και το «βάλε παντόφλες, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου». Eμείς τόσα χρόνια έχουμε βαρεθεί να τ’ ακούμε. Ήθελα να ‘ξερα, αυτές δεν έχουν βαρεθεί να τα λένε; Αν τριγυρνάμε πάνω από 18 χρόνια χωρίς παντόφλες, και μέχρι τα 48 να μας το λέτε, δεν πρόκειται να τις βάλουμε τις ρημάδες.

«Μην πατάς εκεί, έχω σφουγγαρίσει. Ούτε εκεί, ούτε εκεί». Και να ‘σαι, δυο μέτρα παλίκαρος να χοροπηδάς χαριτωμένα από το ένα πόδι στο άλλο, θυμίζοντας κάτι μεταξύ αναστενάρη και αθλητή του τριπλούν. Και το παράξενο είναι, ότι με κάποιο μαγικό τρόπο ξέρουν πότε θέλεις να πας από το ένα δωμάτιο στο άλλο και τότε ακριβώς αποφασίζουν να σφουγγαρίσουν. Διότι όταν λιώνεις μπροστά στην τηλεόραση ή το pc, κανείς δεν ασχολείται με το σφουγγάρισμα. Ασχολούνται όλοι μ’ εσένα που κάθεσαι στο μαραφέτι του διαβόλου και «γιατί δε βγαίνεις έξω βρε πουλάκι μου με τους φίλους σου;»

Αμ το άλλο; Βρείτε μου μια φορά που έγινε καβγάς σε ελληνικό σπίτι και δεν είπε μάνα την επική φράση «Θα πάρω τα βουνά». Όλες εκεί τις στέλνουμε για κάποιο λόγο. Αν αυτή η φράση γινόταν πραγματικότητα, βουνοκορφή για βουνοκορφή δε θα ‘χαμε αφήσει χωρίς μανούλα. Μετά από τη συγκεκριμένη φράση βέβαια, ακολουθεί πάντα το «Θα σας παρατήσω και θα φύγω και να δω τι θα κάνετε μετά» για να σε προβληματίσει κιόλας, να μην μπει από το ένα αυτί η προειδοποίηση και βγει από το άλλο.

Χώρια που οι γονείς ξέρουν τα πάντα. Ω ναι. Και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό. Είναι εκείνοι που θα σου φτιάξουν χυμό πορτοκάλι, θα σου πουν φυσικά «πιες το γρήγορα, θα φύγουν οι βιταμίνες» κι αν αργήσεις να το πιεις και φύγουν οι βιταμίνες, θα το δουν με την υπερφυσική όραση που τους χάρισε η φύση και θα σου πουν «στα ‘λεγα εγώ».

Καλά, η τελευταία φράση είναι σαν την Κόκα Κόλα, πάει με όλα. Άργησες στο ραντεβού; Στα ‘λεγαν εκείνοι. Κόπηκες στο μάθημα; Στα ‘λεγαν εκείνοι. Κατουριέσαι; Στα ‘λεγαν εκείνοι.

Κι αν τύχει και σε πετύχει μάνα ή πατέρας να γυρνάς πιωμένος κανένα βράδυ την έκατσες. Την επόμενη δε θα σου πουν κάτι ευθέως, μην πεις κι ότι επεμβαίνουν, αλλά θα σε κοιτάξουν μ’ εκείνο το πολύ συγκεκριμένο βλέμμα που βγάζει κάτι από νοιάξιμο, ενδιαφέρον και νεύρα μαζί και θα σε ρωτήσουν «πρέπει να πιεις βρε πουλάκι μου για να περάσεις καλά;». Κι άντε να εξηγήσεις εσύ ότι είχες ντέρτια και δεν κατεβάζεις ένα μπουκαλάκι με το μεσημεριανό σου, όπως πιθανότατα υποψιάζονται.

Γι’ αυτό σας λέω, αυτό που χρειάζεται ο κόσμος είναι ένα cd ή ένα βιβλίο. Να ηρεμήσουν και οι γονείς του κόσμου, να ξεμαλλιάσει η γλώσσα τους, να υπάρχει και κάπου αποθηκευμένη αυτή η πολιτιστική κληρονομιά.

 

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου