Το κρεβάτι του ξενοδοχείου τεράστιο κι εκείνοι στριμωγμένοι στη μια του γωνιά, ο ένας πάνω στον άλλο. Εκείνη τρίβει τις πατούσες της στις δικές του, εκείνος κάνει πως ξινίζει μες στον ύπνο του, αλλά αλλάζοντας πλευρό την τραβάει μαζί του.

Εκείνη πάντα τη βόλευε να μιλάει ξαπλωμένη. Δεν υπάρχει εξήγηση, απλώς τότε μπορεί ν’ ανοιχτεί -και πάλι με το ζόρι. Όταν τα φώτα είναι κλειστά, όταν δεν υπάρχει ένα ζευγάρι μάτια να την καρφώνει, όταν μπορεί να γυρίσει πλάτη στο συνομιλητή της και να μιλάει κοιτώντας τον τοίχο. Δεν έχει πει ποτέ της φωναχτά αυτήν της την παραξενιά, κι ας ξέρει το κουσούρι αυτό χρόνια τώρα. Δεν το έχει εξομολογηθεί σε κανέναν και κανείς δεν ήταν αρκετά παρατηρητικός για να το καταλάβει μόνος του -κανείς δεν έμενε και αρκετό καιρό, εδώ που τα λέμε.

Εκείνος δε μιλάει ποτέ. Τις λίγες στιγμές που βρέθηκαν οι δυο τους στο αμάξι του, δεν έβγαλε μιλιά. Τα χέρια του μαζεμένα, η ματιά του στο δρόμο. Μπορεί να την κοίταξε στα κλεφτά κανά δυο φορές, μπορεί και όχι. Δε θα άφηνε κανέναν να καταλάβει, πόσο μάλλον εκείνη. Κάποιος που τον ήξερε καλά ίσως έλεγε πως προσπαθεί να πειθαρχήσει τον ίδιο του τον εαυτό, να αυτοπεριοριστεί.

Εκείνη δεν του έχει πει ποτέ τίποτα για τις σκέψεις της, παρά το γεγονός ότι έχει ξαπλώσει μετρημένες φορές πλάι του. Δεν εμπιστεύεται τις αντιδράσεις του, δεν μπορεί να τον προβλέψει. Κατά βάθος φοβάται ότι θα εξαφανιστεί. Στον εαυτό της επιμένει να λέει ότι δεν την ενδιαφέρει τόσο για να ανοιχτεί, ότι είναι κάτι περαστικό όπως τόσα άλλα.

Εκείνος δεν της έχει μιλήσει ποτέ για όσα σκέφτεται. Ίσως του ξέφευγαν κάποια πράγματα στην αρχή, αλλά τώρα πια μαζεύτηκε. Δε θα επιτρέψει στον εαυτό του να εξαρτάται από κάποιον άλλον, τόσο καιρό μόνος του μια χαρά τα κατάφερνε. Κατά βάθος, κι αυτός τις δικές του αντιδράσεις δεν εμπιστεύεται. Να τι έχουν κοινό.

Κι έτσι δε μιλάνε. Μαλακίες λένε πολλές. Αστειάκια, πράγματα αδιάφορα. Αλλά έχουν σταματήσει να μοιράζονται τα ουσιώδη καιρό τώρα. Ξέρει γι’ αυτόν ελάχιστα πράγματα κι ας ρωτάει πολλά. Ξέρει γι’ αυτήν ελάχιστα πράγματα -δε ρωτάει ποτέ.

Αφήνουν πράγματα ανείπωτα κάθε μέρα. Στιγμές που κατά βάθος θέλουν να μοιραστούν, αγωνίες, άγχη και κυρίως αισθήματα. Δεν του είπε ποτέ ότι είναι ερωτευμένη, δεν της είπε ποτέ ως τι βρίσκεται στη ζωή του κι ας της ξεκαθάρισε ότι δεν είναι φίλοι, κι ας έχουν πια να κοιμηθούν μαζί τόσο καιρό.

Κι έμεινε η ιστορία στον πάγο με τη σκέψη ότι ίσως ξαναζωντανέψει στο μέλλον, όταν οι συνθήκες είναι περισσότερο ευνοϊκές -λες και μπορεί κανείς να κρατήσει λίγο αίσθημα για του χρόνου.

Δεν είναι το μέσα σου πανωφόρι, να το καταχωνιάσεις στην ντουλάπα, να του ρίξεις και ναφθαλίνη μην το φάει ο σκόρος κι όλα καλά. Το μέσα σου είναι ευμετάβλητο κι αυτό που νιώθεις τώρα, δε θα είναι το ίδιο μεθαύριο, αν προσπαθήσεις να το παγώσεις.

Και στην τελική, στις ευνοϊκές συνθήκες όλοι μπορούν να τα καταφέρουν. Η ιστορία τεστάρεται στα ζόρια, στις στιγμές εκείνες που ο πάγος είναι η εύκολη λύση και φαίνεται τόσο μα τόσο ελκυστικός, αλλά η φωτιά μέσα σου δεν ανέχεται τη μετριότητα και γελάει με την προσπάθειά σου να τη σβήσεις.

Όσο για την ιστορία μας, δεν είχε καλό τέλος, όπως οι περισσότερες δηλαδή. Ίδια με όλες τις προηγούμενες ήταν κι αυτή. Εκείνη την άδειασε. Eκείνον, ζήτημα κι αν τον γέμισε ποτέ.

 

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου