Γεννιέσαι κι ο πρώτος ρόλος που καλείσαι να φέρεις εις πέρας πριν καλά-καλά αποκτήσεις επίγνωση του εαυτού σου είναι να είσαι κόρη της μάνας σου. Να τραφείς απ’ το σώμα της, να βασίσεις τη ζωή σου στην ύπαρξή της, να την ολοκληρώσεις ως άνθρωπο. Στην αρχή την έχεις απόλυτη ανάγκη, έπειτα όλο και λιγότερο, μετά καθόλου, μετά ξανά πολύ· μα αυτή είναι γλυκά καταδικασμένη να σε έχει ανάγκη μια ζωή. Περίεργη η σχέση μάνας και κόρης, σίγουρα το ξέρεις κι εσύ από πρώτο χέρι· κι αν δεν το ξέρεις μην ανησυχείς, φροντίζει η φύση να το μάθεις από μόνη σου.

Τις έβλεπα να χαζοτσακώνονται και τα μάτια μου γυρνούσαν εκατόν ογδόντα μοίρες. Η γιαγιά μου νευρίαζε που η μάνα μου έβαζε τα πιρούνια σε λάθος –γι’ αυτήν– θέση, που δε μας φόραγε φανελάκι Ιούλιο μήνα, που δεν έβαζε μαϊντανό στα φασολάκια. Γενικά τσακώνονταν για όλα και πάντα ο καβγάς κατέληγε με τη μάνα μου να βγάζει μια γλώσσα μέχρι τον Θεό και τη γιαγιά μου να λέει με απεγνωσμένο ύφος «Αμάν πια, ούτε μια κουβέντα δεν μπορούμε να πούμε εδώ μέσα» και να φεύγει τόσο κάλπικα θιγμένη που καταντούσε αστείο.

Κι όσο εκείνες ήταν μαλωμένες, εγώ από δίπλα να τις παρατηρώ να μορφάζουν με τον ίδιο τρόπο όταν δοκιμάζουν το φαγητό, να νευριάζουν με τους άντρες τους για τους ίδιους ακριβώς λόγους και να μονολογούν πως αν δεν ήταν αυτές η οικογένεια ολάκερη θα είχε διαλυθεί και θα είχε σκορπιστεί στους πέντε ανέμους.

Σπαστική η γιαγιά μου, σπαστική κι η μάνα μου, κι εγώ να αναρωτιέμαι εκνευρισμένη γιατί δε βλέπουν πόσο μοιάζουν κι εξακολουθούν να νομίζουν πως τσακώνονται επειδή είναι διαφορετικές. Ίδια έγινε η μάνα μου με αυτά που κορόιδευε, το έβλεπα κάθε φορά που μου έλεγε τη γνώμη της χωρίς να τη ρωτήσω κι εγώ νευρίαζα με το θράσος της να νομίζει πως ξέρει καλύτερα, κάθε φορά που δεν της άρεσε ο τρόπος που δίπλωνα τα ρούχα μου, όταν μαγείρευα και στεκόταν από πάνω μου λέγοντάς μου τι να κάνω και τι όχι.

Κι εγώ ξέρεις τι έκανα; Έβγαζα μια γλώσσα μέχρι το Θεό γιατί πάντα ήξερα καλύτερα από αυτήν· κι αυτή ξέρεις τι έκανε; Αποχωρούσε δήθεν θιγμένη, με ύφος παραδομένο στην απόγνωση μονολογώντας «Αμάν πια, ούτε μια κουβέντα δεν μπορούμε να σου πούμε» και δε μου μιλούσε μέχρι να ξε-ξινίσει. Μπας και μου θύμιζε κάτι αυτή η ιστορία; Όχι, δε νομίζω, έτυχε. Άλλωστε εγώ ήμουν πιο έξυπνη κι ουδέποτε θα γινόμουν όλα όσα μισούσα στη μάνα μου, εγώ δεν ήμουν σαν αυτήν που έπεσε στην παγίδα κι επιβεβαίωσε τον κανόνα σαν ερασιτέχνης.

Νευρίαζε λοιπόν εκείνη που είχα νεύρα, νευρίαζα κι εγώ που νευρίαζε επειδή είχα νεύρα. Μαλώναμε τότε κι απ’ τις εκατό προτάσεις του καβγά, οι δέκα ήταν επιχειρήματα κι οι ενενήντα μάχη για το ποια θα έχει τον τελευταίο λόγο. Ερχόταν η γιαγιά μου στο σπίτι και μιλούσαν τόσο δυνατά που ήθελα να τις κοπανήσω και μόλις έφευγε καθόμουν με τις φίλες μου και μιλούσα τόσο φωναχτά που ήθελε να με κοπανήσει εκείνη.  Όχι παιδί μου, καμία ομοιότητα μέχρι τότε, ήμουν σίγουρη.

Καμία μάνα και κόρη δε γλιτώνει απ’ την κατάρα, μη νομίζεις. Κι η κολλητή μου με τη μάνα της, κι η κολλητή της μάνας μου με την κόρη της, κι όλες. Όλες ίδιες, να γίνονται αυτά που κοροϊδεύουν χωρίς καν να το καταλαβαίνουν. Εκτός από εμένα, έτσι έλεγα. Μέχρι που πέρασε λίγο ο καιρός κι η ριζοσπαστική φούρια της εφηβείας μου έδωσε τη θέση της σε μια σχετική ωριμότητα.

Και τότε άρχισα να παρατηρώ καχύποπτα πως θύμωνα με τη γυναίκα που με γέννησε επειδή χτυπούσε το θυροτηλέφωνο ενώ κι εγώ ξεχνούσα πάντα τα κλειδιά μου, πως δεν άντεχα την γκρίνια της κι ας γκρίνιαζα εγώ με το παραμικρό, πως αγανακτούσα με την αφηρημάδα της ενώ κι εγώ με τη σειρά μου περπατούσα κι έπεφτα πάνω σε πόρτες. Ίσως έπεσα στη λούπα, οκ, αλλά πλέον φάνταζε χαριτωμένα γραφικό, όχι τρομακτικό.

Ίσως χαμογελάς επειδή είσαι κι εσύ κόρη της μαμάς σου και κάποιου είδους μικρογραφία της, όπως είναι κι αυτή της γιαγιάς σου. Όσες διαφορές κι αν σας χωρίζουν όμως, αυτά που σας ενώνουν πάντοτε θα είναι περισσότερα. Επειδή όσο κι αν προσπαθείς να την αποτάξεις από πάνω σου, σε πνίγει μια ένοχη βεβαιότητα πως αν γίνεις κι εσύ μάνα με τη σειρά σου θα κάνεις τις ίδιες ενοχλητικές ερωτήσεις, θα θυμώνεις με τα ίδια ακριβώς πράγματα και θα λες στον άντρα σου και στα παιδιά σου «Αν δεν ήμουν εγώ εδώ μέσα να έβλεπα τι θα κάνατε»· όπως ακριβώς λένε όλες -λες και με το που γίνονται μάνες τις τσιπάρουν με ένα ειδικά διαμορφωμένο λογισμικό για να σου κάνουν τα πνευμόνια ζέπελιν.

Μπορεί να μην τη συμπαθείς πάντα, την αγαπάς όμως κάθε μέρα. Μπορεί οι παραινέσεις της να μη σε έκαναν πάντα ευτυχισμένη, σε έκαναν όμως καλό άνθρωπο. Κι όσες φορές νόμισες πως περπατάς χάρη στα δυο σου πόδια, ήξερες καλά πως εκείνη ήταν στ’ αλήθεια το στήριγμά σου. Γι’ αυτήν άξιζες κάθε ξενύχτι, κάθε ραγάδα, κάθε ρυτίδα και –μεταξύ μας– όντως ήξερε καλύτερα από εσένα.

Μπορεί κάπου-κάπου να ξεχνάει πως έπαψες να είσαι παιδί μα είναι επειδή γι’ αυτήν θα είσαι πάντα το παιδί της· κι αν η ζωή σου κλήρωσε σαν θηλυκό να μοιάσεις σε μια τέτοια γυναίκα, χαλάλι ρε παιδί μου η γκρίνια όλου του κόσμου.

 

Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου