Ίσως σε συναντώ μ’ έναν καφέ στο χέρι, ένα ποτήρι κρασί ή μπροστά στο πιάτο του μεσημεριανού σου φαγητού. Ίσως να χαζεύεις στην τηλεόραση. Να την έχεις ανοικτή κ να μην έχεις καταλάβει καν τι βλέπεις σ’ εκείνη.  Μπορεί να πλένεις τα πιάτα στο νεροχύτη σου και να κάνεις να ξεβγάλεις το κάθε πιάτο ένα τέταρτο, να βρίσκεσαι πλάι στο παράθυρο,  να κοιτάς τους περαστικούς να πηγαινοέρχονται ή να περπατάς σκεπτικός πηγαίνοντας για δουλειά.

Είναι διαφορετικές οι ώρες κι οι στιγμές που ο κάθε άνθρωπος επιλέγει να κάνει την αυτοκριτική του. Είναι όμως πάντα η ίδια αφορμή! Κάποιος μας φέρθηκε σκάρτα, μας πλήγωσε, μας άδειασε και πρέπει να πάρουμε αποφάσεις για να μην ξανασυμβεί. Αγνοούμε εκείνη τη στιγμή πως δεν υπάρχει καμία επιτυχημένη τακτική που θα μπορούσε να μας προστατεύσει απ’ τον πόνο. Ή μήπως υπάρχει;

Πόσες φορές σκεφθήκαμε να γίνουμε κι εμείς σαν όλους εκείνους που μας πλήγωσαν. «Δε θα με νοιάζει τίποτα παρά μόνο εγώ» φωνάξαμε επιτακτικά κι η δέσμευση απέναντι στον εαυτό μας κράτησε δυο-τρεις μέρες το πολύ. Είχαμε κι άλλα να δώσουμε κι είπαμε να μην πάνε χαμένα. Και πήγαν…

Πήγαν, γιατί γυρίσαμε σ’ εκείνους που θα έπρεπε η οποιαδήποτε σχέση μας μαζί τους, να είχε τελειώσει. Και τώρα… τώρα με τη δική μας άδεια ο ίδιος άνθρωπος, θα μας αποτελειώσει. Θ’ αδειάσει και το λίγο που είχε απομείνει μέσα σου και θα σε αφήσει πιο άδειο από ποτέ. Άδειο από συναισθήματα, από όρεξη, από προθέσεις, από διάθεση για να συνεχίσεις ν’ αγωνίζεσαι στον τομέα των σχέσεων. Φιλικών ή ερωτικών δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι σε άδειασαν για να γεμίσουν εκείνοι. Ποιοι ήταν αυτοί;

Εκείνοι που όσο κι αν προσπάθησες, ο μόνος που ήταν σε θέση ν’ αγαπήσουν, ήταν πάντα ο εαυτός τους και κανείς άλλος. Εκείνοι που πήραν από σένα ό, τι ήθελαν με κάθε κόστος κι αυτό σ’ εσένα κόστισε πιο πολύ. Εκείνοι που τους πήρες στα χέρια για να μη λερώσουν τα παπούτσια τους κι ύστερα σε χλεύασαν που είχες λερωμένα παπούτσια εσύ. Εκείνοι που  για να γεμίσει το κρεβάτι τους από στιγμές έντονης ηδονής, άδειασαν κάθε σου συναίσθημα στα σεντόνια τους και το κράτησαν σουβενίρ, μαζί με όλα τ’ άλλα.

Εκείνοι που φούσκωσαν από αυτοπεποίθηση, μειώνοντας τη δική σου. Εκείνοι που άφησαν «τυράκια» μπροστά στη νηστική από αγάπη ψυχή σου για να πιαστείς στη φάκα τους και μετά σε άφησαν εκεί να ψοφάς, να σε κοιτούν και να το απολαμβάνουν. Εκείνοι που σου ‘λεγαν «Μη φοβάσαι. Πέσε και θα ‘μαι πάντα εκεί για να σε πιάσω» και πέρασαν μήνες ανάρρωσης απ’ τα σπασίματα κι ούτε για ένα «Περαστικά» δε φάνηκαν.

Εκείνοι που σε συνάντησαν εύθραυστο κι ευάλωτο, γεμάτο από πληγές και σε πολέμησαν αφήνοντάς σε ακόμη πιο ευάλωτο. Γιατί εκείνοι απ’ την πείρα τους, ξέρουν πως τον πραγματικά ευαίσθητο τον νικάς, κάνοντας τον ακόμη πιο ευαίσθητο. Να μην μπορεί να σηκώσει κεφάλι απ’ τη θλίψη και τις αδυναμίες του και να κατηγορεί για πάντα τον εαυτό του.

Εκείνοι που για ό,τι σε πλήγωσε ή σε στεναχώρησε, δε θ’ αναλάβουν ποτέ την παραμικρή ευθύνη, ακόμη κι αν τους βροντοφώναξες «Εσύ ήσουν που με πλήγωσες!». Εκείνοι που είχαν στα χείλη τους καθημερινά το «Δε θέλω να σε πληγώσω», αλλά εν τέλει το έκαναν.

Εκείνοι που τους περίμενες βράδια ατελείωτα κι όταν τελικά ερχόντουσαν, ήταν για να πάρουν κι άλλα. Εκείνοι που σε άφηναν να ξαπλώνεις δίπλα τους, αλλά δε μοιράστηκαν μαζί σου ούτε ένα τους όνειρο. Τίποτα δεν ήθελαν να είναι κοινό.

Εκείνοι που τους έψαχνες παντού κι όταν σ’ αντίκριζαν σε απέφευγαν. Εκείνοι που τους μιλούσες και δεν άκουγαν. Δεν απαντούσαν και δε σου ξεκαθαριζόντουσαν ποτέ. Εκείνοι που δεν τους ένοιαζε ο αγώνας σου, αλλά μόνο τα κέρδη από αυτόν.

Εκείνοι που δεν άξιζαν τη δεύτερη ή την τρίτη ευκαιρία κι εσύ ακόμη και τώρα συνεχίζεις να τους δίνεις κι άλλες. Κι έχεις χάσει το μέτρημα… Εκείνοι που σε πλήγωσαν με όπλα που εσύ τους έδωσες. Εκείνοι, που όσο κι αν προσπαθείς ν’ απομακρυνθείς από αυτούς, κάνουν τα πάντα για να μείνεις δίπλα τους.

Σε αδειάζουν γιατί είναι άδειοι εκείνοι κι η ψυχή τους δε γεμίζει με τίποτα. Ό,τι κι αν τους δώσεις, ό,τι κι αν καταφέρουν να πάρουν, ποτέ δε θα ‘ναι αρκετό. Θα ‘σαι πάντα ένα ακόμη σουβενίρ απ’ τα ταξίδια τους, εκείνα στις ζωές των ανθρώπων που συναντούν κι όσο κι αν σε πληγώνει η αλήθεια, μέσα σου ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσες να κάνεις για εκείνους.

Όχι εσύ! Η ζωή όμως, έχει πολλούς τρόπους ν’ αποδίδει δικαιοσύνη. Θα σε θυμηθούν! Εσένα και κάθε άλλον άνθρωπο που εκμεταλλεύτηκαν. Θα σε θυμηθούν όταν ένας μεγαλύτερος και καλύτερος παίκτης από εκείνους, αδειάσει και τη δική τους ψυχή. Την ψυχή που είναι γεμάτη απ’ όλα αυτά που εμείς απλόχερα τους προσφέραμε.

Δεν ήταν οι δικές τους ικανότητες που κέρδισαν, αλλά η δική μας ανικανότητα να πούμε «Φθάνει. Ως εδώ!» μα «είναι οι άνθρωποι πουλιά. Σαν χειμωνιάσει πάντα μακριά πετάνε. Κι έρχονται να σε δουν κάποια βραδιά, αν έχουν σπάσει τα φτερά τους ή αν πεινάνε…»

 

Συντάκτης: Μαριάμ Πολυγένη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη