Cherophobia. Θα μου πείτε τώρα «Κοπελιά, τι είναι τούτο που μας λες;». Σαν όρος, δεν είναι γνωστός. Το αίσθημα όμως λίγο-πολύ είναι κάτι αρκετά γνωστό σε πολλούς από εμάς. Ελληνιστί σημαίνει και δηλώνει το φόβο να νιώσεις χαρά· ας αφήσουμε τώρα τον όρο στην άκρη.

Εκεί, λοιπόν, που κάθεσαι ωραία και καλά και κάνεις τη ζωούλα σου κι όλα φαίνονται να είναι σε μια σειρά, έρχεται η αναποδιά ή οι αναποδιές (από αυτές που έρχονται δυο-δυο σαν τις κουμπάρες, ξέρετε εσείς). Με κάποιο τρόπο όλα αντιμετωπίζονται, μέχρι την επόμενη μπόρα. Κάπου εκεί, όμως, ανάμεσα στις μπόρες χάνεται το θέμα. Ιδίως όταν το χαμόγελο έχει φτάσει μέχρι τα αφτιά και τίποτα δεν μπορεί να σου χαλάσει αυτό που συμβαίνει.

Με όλες τις αναποδιές μαζεμένες, αρχίζεις να συνηθίζεις. Έχεις στο μυαλό σου ότι ο ουρανός εν τέλει είναι γκρι αντί για γαλάζιος. Καταπίνεις αυτή τη μουντίλα μέρα με τη μέρα και ζεις αγκαλιά μαζί της. Η απογοήτευση γίνεται το πρωταρχικό συναίσθημα και νιώθεις ανακούφιση κάθε φορά που το πράγμα καταλήγει εκεί.

Και τώρα προκόψαμε. Ξέρω ότι με αυτό το σκεπτικό είσαι –υποτίθεται– πάντα προετοιμασμένος για όλα. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις ούτε στεναχώριες. Ξέρεις πώς πέφτεις στην παγίδα; Όταν τώρα γίνει κάτι για το οποίο έχεις κάθε δικαίωμα να το γιορτάσεις και να χοροπηδάς πάνω-κάτω, μα εσύ θα στέκεσαι σαν άγαλμα. Δε θα ξέρεις πώς να αντιδράσεις και κυρίως δε θα έχεις τι να πεις. Που και να γιορτάσεις και να ενθουσιαστείς, δηλαδή, θα έχεις επιπλέον και το φόβο ότι όλα θα πάρουν την κάτω βόλτα.

Άρα για ποια χαρά μιλάμε; Μάλλον γι’ αυτή που είναι στα αναζητούμενα, μα δε θέλεις να τη βρεις κιόλας εδώ, που τα λέμε. Δε θες να μπεις στο κόπο να τη νιώσει -σου γλυτώνει πολύ κόπο και χρόνο. Άλλωστε, μετά ποιος σε γλυτώνει απ’ την κάτω βόλτα που λέγαμε;

Κάποια πράγματα σαφώς και συνδέονται -ειδικά τα γεγονότα. Το θέμα είναι να καταλάβεις κι εσύ κάποια στιγμή ότι η χαρά δε θα φέρει πάντα την κάτω βόλτα· για το λόγο ότι δε συνδέεται μαζί της. Άλλωστε θες-δε θες, η πίκρα θα έρθει από μόνη της χωρίς να σε ρωτήσει. Είτε εσύ χοροπηδάς τη μία μέρα είτε όχι. Είτε χαμογελάς είτε κλαις.

Είναι κάποιες πληγές που κλείνουν δύσκολα. Είναι κάποιες απογοητεύσεις που κάνουν καιρό να ξεπεραστούν. Δεν παύουν, όμως, να είναι πράγματα ανεξάρτητα κι αυτόνομα το ένα από το άλλο. Διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικές καταστάσεις, διαφορετικές ιστορίες. Το καθένα από αυτά συμβαίνει στο ξεχωριστό του χρόνο· σκέψου το. Πόσο οξύμωρο είναι να περιμένεις πάντα το χειρότερο ή να φοβάσαι να χαρείς, επειδή εσύ στο κεφάλι σου έχεις φτιαγμένο ήδη το αποτέλεσμα; Στην τελική, και στραβά να πάει το πράγμα δεν είναι επειδή χάρηκες κι ένιωσες ενθουσιασμό. Είναι επειδή έτσι είναι η ροή του -όποια και να είναι αυτή.

Δεν είναι θέμα προσδοκιών. Είναι θέμα σύνδεσης που κάνει το κεφάλι σου και πιστεύει μόνο του ότι μετά από κάτι πολύ καλό, έρχεται συνήθως κάτι κακό. Κι όσο το αφήνεις, τόσο χειρότερο γίνεται. Γιατί από εκεί, θα καταλήξεις να γίνεις τελείως απαθής κάποια στιγμή. Η χαρά θα σε κοιτάει από μακριά και θα σου κουνάει το μαντήλι· μέχρι να καταλάβεις κάποια στιγμή ότι η σύνδεση που κάνεις εσύ στα γεγονότα της ζωής σου είναι αυτή που σε τρώει και δε σε αφήνει να χοροπηδάς σαν άνθρωπος.

Τα καλά έρχονται με τον ίδιο τρόπο που έρχονται και τα κακά. Έχε το νου σου όσο θες και νομίζεις ότι είναι αρκετό. Ποτέ δε θα σε ρωτήσουν, ούτε θα σου ανακοινώσουν ξεκάθαρα την άφιξη τους στη ζωή σου. Έχουν τη δική τους ώρα, τη δική τους ιστορία, τη δική τους στιγμή.

Κράτα αυτό. Και χοροπήδα όταν έρθει η ώρα.

Συντάκτης: Βικτώρια Α. Δήμου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη