Έχουμε στρογγυλοκαθίσει κάτω απ’ τον εθνικισμό και την πινακίδα που γράφει «για το καλό της πατρίδας». Κλειδώσαμε την ιστορία σ’ ένα χρονοντούλαπο και το βάλαμε σ’ ένα σημείο που να μη φαίνεται. Δε βολεύει να θυμόμαστε, τώρα που βολευτήκαμε.

Λησμονήσαμε τους Έλληνες συμπατριώτες ή προ-παππούδες μας, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις ρίζες τους και μ’ ένα ζευγάρι πόδια έφυγαν απ’ τον τόπο που τους γέννησε. Θάψαμε στη λήθη τα κύματα χιλιάδων Ελλήνων μεταναστών, μέσα σε φουσκωτές βάρκες, που αναζητούσαν σ’ άλλες χώρες καταφύγιο, νερό, τροφή. Στάθηκαν σε ουρές ξένων πατρίδων, για να πάρουν συσσίτιο, να ζήσουν και να θρέψουν τα παιδιά τους και κάποια βράδια κοιμήθηκαν με μαξιλάρι το χώμα.

Άπλυτοι και βρόμικοι ήταν για βδομάδες. Άλλοι έφτασαν σε κάτι μακρινές Αυστραλίες, Γερμανίες, Αμερικές ή κοντινές Συρίες. Σ’ όλη αυτήν την κακοτυχία έβρισκαν σύνορα κλειστά και βίωναν καχυποψία, εχθρότητα και ρατσισμό. Τότε μιλήσαμε για τη σκληρότητα του κόσμου που ‘χαμε να πολεμήσουμε, πέρα απ’ τα δεινά να επιβιώσουμε. Αναφερθήκαμε στην ανθρώπινη χοντροπετσιά και το λιντσάρισμα που δεχτήκαμε.

Όσα δεινά κι αν έπαθε τούτος ο τόπος, δεν έμαθε. Θα κρύβεται πάντα πίσω απ’ το ζάπινγκ του κουτιού που λέει ειδήσεις, θ’ ανακατεύει για πολλοστή φορά τη φραπεδιά μπροστά απ’ τον υπολογιστή και στην αρχή θα σιγομουρμουρίζει για το μεταναστευτικό κύμα που έφαγε τη ζαχαρένια του. Μετά, θα κατηγορεί τους «βρομιάρηδες» που χάλασαν την αισθητική του. Ύστερα, θα παίρνει ύφος ειδικού και θα κατακρίνει ανθρώπους που δεν επέλεξαν να προσφυγέψουν. Αυτός είναι ο βολεμένος Ελληνάρας, ο χορτασμένος και καλοπερασάκιας, που κράζει τον πρόσφυγα κι ας ξέρει πως δε θ’ άντεχε να ‘ναι ούτε μια μέρα στη θέση του.

Επιβεβαιώνουμε διαχρονικά κι επίκαιρα τα λόγια του Μάνου Χατζηδάκη. «Όποιος δε φοβάται το πρόσωπο του τέρατος, πάει να πει ότι του μοιάζει». Αποχαυνώσαμε τον άνθρωπο μέσα μας. Αμφιβάλλω κι αν υπάρχει καν. Η ανθρωπιά, ξέρεις, δε μετριέται στις ωραιοποιημένες απόψεις πατριωτισμού. Μετριέται στην πράξη και την ενσυναίσθηση. Κι η ηθική, η καλοσύνη και το φιλότιμο εκεί μετριούνται. Στο κατά πόσο η βόλεψή μας σε μια δουλειά ή σ’ ένα σπίτι με βελούδο καναπέ μας επιτρέπει να σκεφτούμε τα παιδιά που δε γνώρισαν την αθωότητα και τους έφηβους που ενηλικιώθηκαν πριν την ενηλικίωση. Τους ανθρώπους που μεγάλωσαν μέσα στο μακελειό, την αγωνία, τους βομβαρδισμούς μες τα πόδια τους και τα ναυάγια που υποτίθεται θα τους έφερναν ζωή.

Μες στον τακτοποιημένο πολιτισμό μας και την πανέμορφη, γυαλιστερή καθημερινότητά μας, ας αναλογιστούμε πώς είναι απ’ τα σκουπίδια να βρίσκεις τροφή. Μες τη βόλεψή μας, αν δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε αυτό, τότε είμαστε συνένοχοι ή ηλίθιοι και δεν εξηγείται αλλιώς. Ανθρώπινοι είναι οι παράγοντες που μας καταστρέφουν. Εμείς τους φτιάξαμε, τους διατηρήσαμε κι εμείς τους συντηρούμε.

Όσοι αναφέρονται στον πρόσφυγα λες κι είναι ζώο, αμφιβάλλω αν θα μπορούσαν να δουν το αντίσκηνο ως τύχη και το μέλλον σαν πολυτέλεια. Αν, έστω, αναλογίστηκαν. Αν θ’ άφηναν πίσω αδέλφια, μάνες, συζύγους, γιατί δε θα υπήρχαν χρήματα να σωθούν όλοι, γνωρίζοντας ότι είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να τους συναντήσουν ξανά. Φυγάδες πολέμων, ξεριζωμένοι, θύματα της ανέχειας, να παίρνουν τα παιδιά τους στην πλάτη και με λιωμένα, γυμνά πόδια να περπατούν στον ήλιο ώσπου να δουν λίγη θάλασσα. Ύστερα, εξαθλιωμένοι να συνωστίζονται σε μια λέμβο, χωρίς να υπάρχει πραγματικά χώρος και που η ελπίδα για ζωή να ‘ναι λιγότερη από μισή.

Αν αυτή η ευκαιρία για ζωή είναι κάτω από μισή και το γνωρίζουν ήδη, σκέψου πως σ’ αυτήν τη μισή ευκαιρία εναποθέτουν την ελπίδα τους. Ρισκάρουν να ναυαγήσουν και να μην προλάβουν να μάθουν αν θα ‘βλεπαν καλύτερες μέρες. Τολμούν, όχι για να σώσουν τα όνειρά τους, αλλά για να σώσουν τις ζωές τους.

Κι αν σωθούν σε μια πατρίδα ξένη, δε σώζονται απ’ όσα βίωσαν στη ραχοκοκαλιά τους. Βλέπεις, οι τραυματισμοί της ψυχής δεν επουλώνονται όπως αυτοί στο σώμα. Ζωντανεύουν τα βράδια στον ύπνο τους οι ριπές, οι κραυγές, οι σφαγές των οικείων που δεν πρόλαβαν να θαφτούν, η μυρωδιά απ’ το αίμα, οι άνθρωποι που εγκατέλειψαν. Είναι πρόσφυγες, στον ύπνο και τον ξύπνιο τους. Ρώτα τους! Ελπίζουν πως την πατρίδα που τους γκρέμισαν, θα τη χτίσουν κάποτε με τα ίδια τους τα χέρια και θα βάλουν σπιτικά κι αγάπη εκεί. Θα πουν στον εαυτό τους και στα παιδικά στόματα που ρωτάνε πως όλα θα πάνε καλά κι ας δείχνει η πραγματικότητα τ’ αντίθετο. Θ’ αναζητούν, όχι τον παράδεισο, μα τη λιγότερη κόλαση.

Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μην τους δίνουμε άλλον εφιάλτη. Να πάψουμε να μιλάμε για συνθήκες που δε βιώσαμε και δε θ’ άντεχαμε να βιώσουμε. Λίγο εγώ, λίγο εσύ, να ξεβολευτούμε κι ίσως τότε έχουμε την ευκαιρία να γίνουμε κομματάκι καλύτεροι άνθρωποι.

Η αληθινή Ελλάδα είναι εκείνη που προέρχεται από έναν πλούσιο πολιτισμό, μα που η φτώχεια κι η εξαθλίωση δεν της επέτρεψαν να χάσει τις ανθρωπιστικές αξίες που διέδωσε σ’ όλον τον κόσμο. Η αληθινή Ελλάδα είναι αυτή που ανοίγει το σπίτι της μαζί με την καρδιά της, για να διδάξει την αλληλεγγύη και τη γενναιοδωρία. Η υπόλοιπη είναι σαμποτάζ πατριωτισμού.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Παναγιώτου: Ιωάννα Κακούρη

 

Συντάκτης: Μαρία Παναγιώτου