Ομολογουμένως το φαγητό είναι απόλαυση. Μας συντροφεύει σε χαρές, λύπες, οικογενειακά τραπέζια. Ο πιο κοινότυπος λόγος να βγούμε είναι να πάμε για φαγητό. Καθόμαστε αναπαυτικά με φίλους, πίνουμε το κρασάκι μας και γευόμαστε όλα τα εδέσματα.

Βέβαια εν όψει καλοκαιριού λίγο-πολύ όλοι προσπαθούμε, να προσέξουμε λίγο τη διατροφή μας. Τρώμε καλό πρωινό, ένα ελαφρύ μεσημεριανό και έρχεται μετά εκείνο το ρημάδι το βραδινό στις εννιά αυστηρά, που τρως το γιαούρτι σου, πίνεις δυο λίτρα νερό να ξεχάσεις την πείνα σου, μασάς τα νύχια σου και βρίσκεις οποιοδήποτε τρόπο να αποσπάσεις το μυαλό σου από το φαγητό.

Χωρίς αποτέλεσμα, ωστόσο. Διότι η ώρα έχει πάει αργά, ύπνος δε σε πιάνει και το στομάχι σου κάνει κάθε πιθανό ήχο, να σε ενημερώσει, πως αν δεν του ρίξεις τίποτα μέσα θα συνεχίσει, μέχρι να υποκύψεις. Και κάπως έτσι, πας μια βόλτα στην κουζίνα.

Πόσες τέτοιες βόλτες δεν έχουμε πάει; Πόσα φορές δεν έχουμε ανοιγοκλείσει το ψυγείο, δεν έχουμε λιγουρευτεί το προφιτερόλ και τα αναψυκτικά; Άπειρες. Και στο τέλος τι γίνεται; Καταλήγουμε να τρώμε ό,τι υπάρχει μέσα. Απίθανοι συνδυασμοί γίνονται τέτοιες ώρες. Άλλος μπορεί να φάει τζατζίκι με τηγανιτές πιπεριές και από πάνω σαρδέλες, άλλος γλυκό πρώτα μετά αλμυρό, άλλος να κάνει σάντουιτς με αρνί και από πάνω να φάει σούπα. Μπορεί να δαγκώσει τη μισοφαγωμένη τυρόπιτα από το πρωί, να φάει σκέτα κορνφλεικς, επειδή τελείωσε το γάλα, να φάει κρύο φαγητό και να ρίξεις ότι σάλτσα έχει στο ψυγείο, μπας και νοστιμίσει λίγο. Αναρίθμητοι συνδυασμοί μπορούν να γίνουν.

Διότι, όταν η πείνα σε πιάσει για τα καλά ακόμα και η σκέτη κέτσαπ με το ψωμί σου φαίνεται λουκούμι. Ειδικά άμα κάνεις διατροφή. Εκεί που έχεις στερηθεί τα πάντα, ακόμα και το πιο απλό όπως το σκέτο ψωμί ή ακόμα χειρότερα μια ξεχασμένη ρυζογκοφρέτα είναι όαση στα μάτια σου.

Υπάρχουν και οι πιο τολμηροί και μερακλήδες, που δώδεκα τη νύχτα, θα ανάψουν κουζίνα, θα βγάλουν τηγάνια και κατσαρόλες και θα κάνουν ό,τι τους έρθει στο κεφάλι. Με ό,τι έχει απομείνει, θα κάνουν τους πιο ευφάνταστους συνδυασμούς, προκειμένου να καλμάρουν την πείνα και τα νεύρα τους εξαιτίας αυτής. Ή ακόμα υπάρχουν άνθρωποι, που ενώ κοιμούνται κανονικά, ξυπνάνε ανοίγουν το ψυγείο, τρώνε και ξαναπέφτουν αμέριμνοι για ύπνο.

Έχει την πλάκα του η κατάσταση. Ανοίγεις ψυγείο, δε βλέπεις κάτι που να τρώγεται ωμό. Ξεφυσάς. Ανοίγεις την κατσαρόλα, όχι δε θα φας φασολάκια. Ψάχνεις ντουλάπια, βρίσκεις κάτι ληγμένα, τα πετάς, προς στιγμήν ξεχνιέσαι. Και ξανά ανοίγεις ψυγείο. Βγάζεις παράλληλα κάτι από το ντουλάπι. Όχι, λες, δε θα φάω. Αυτά δεν ταιριάζουν, θα είναι μια αηδία. Το ξανασκέφτεσαι. Έλα στο ίδιο στομάχι θα πάνε όλα, μονολογείς και φτιάχνεις κάτι που άμα το έβλεπε η μαμά σου θα σε κατσάδιαζε, που τόσα χρόνια δεν έμαθες τίποτα από τη μαγειρική της.

Εσύ όμως γεμάτος υπερηφάνεια για το κατόρθωμά σου και με χαρά που δε θα μείνεις νηστικός, το απολαμβάνεις. Και μετά τύψεις. Τύψεις που έφαγες βραδιάτικα εκείνα τα κρουασανάκια με μερέντα και φυστικοβούτυρο, που τα καλοκαιρινά σου δε θα σε χωράνε, που θα ζηλεύεις όλους τους καλογυμνασμένους στις παραλίες.

Ε και; Το φαγητό είναι να το χαιρόμαστε. Και οι θερμίδες μια κακιά απλώς λέξη. Φάτε, λοιπόν. Ό,τι θέλετε και όπως θέλετε. Κανείς δε γίνεται καλύτερος άνθρωπος, επειδή είναι πέντε κιλά λιγότερο. Εξάλλου, οι άνθρωποι, που μας αγαπούν πραγματικά, μας αγαπούν για αυτό που είμαστε και όπως είμαστε. Και σε όποιους δεν αρέσουμε ώρα καλή.

Συντάκτης: Εύα Αροτσίδου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή