Γράφει η Αμαλία Ανδρεάδη.

 

Πλέον δε με πιάνει εκείνος ο κόμπος στο λαιμό, κάθε φορά που ακούω εκείνο το τραγούδι που σε θύμιζε. Ούτε κι ανατριχιάζω στη σκέψη σου. Για την ακρίβεια, δε βρίσκω καν τον τρόπο να σε σκέφτομαι. Κι όταν φεύγεις, τα βράδια δεν ξενυχτάω με τη θύμησή σου.

Δεν αναβιώνω τις στιγμές, που μόλις πριν λίγο ζήσαμε κι ούτε αναπαράγω στον απόηχο της απουσίας σου την οποιαδήποτε κουβέντα. Τόσα σημεία μέσα στο σπίτι κι έξω από αυτό που υπάρχει η μορφή σου. Πουθενά, όμως, η μυρωδιά σου. Καμία σκέψη για σένα.

Βλέπεις, τώρα πια, δεν υπάρχει καμία συναισθηματική εκκρεμότητα ανάμεσά μας. Κι αν κάποτε υπήρξε κάτι, είναι ό,τι δημιουργήθηκε από λανθασμένους υπολογισμούς.

Τώρα τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Το γεγονός ότι σε γουστάρω και στο έχω παραδεχθεί κάποια στιγμή, δε με κάνει πιο ευάλωτη στα μάτια σου. Με κάνει, όμως, πιο δυνατή. Ξέρω τι θέλω και πώς να τ’ αποκτήσω. Μην μπερδεύεσαι. Δεν έχει τελειώσει ακόμα το παιχνίδι ανάμεσά μας. Μπορεί η μπάλα να ‘ναι στη δική σου πλευρά του γηπέδου. Εγώ, όμως, την κλώτσησα εκεί.

Παλιότερα, τσαντιζόμουν κάποιες φορές μαζί σου, επειδή πίστευα ότι προκαταβάλεις πράγματα για ‘μένα. Ότι κάνεις υποθέσεις που δεν ισχύουν. Έψαχνα την ιδανική στιγμή να σου εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα. Πώς τα σκέφτομαι. Δεν είχα να πω πολλά. Τρεις κουβέντες όλες κι όλες. Με πείραζε, όμως, να υποθέτεις κάτι που δεν ισχύει.

Τώρα, λοιπόν, που μου δόθηκε η ευκαιρία να στα πω, δε μ’ ένοιαζε. Γιατί; Γιατί, σε μένα προσωπικά δε θα κάνει καμία απολύτως διαφορά. Κι αν πιστεύω ότι πρέπει να ξέρεις, αυτή τη φορά θα το μάθεις μέσα από τις πράξεις μου.

Τι είναι αυτό; Ότι θέλω να περνάω καλά. Κι όταν περνάω καλά, αυτό θέλω να το κάνω συχνά. Να το εκμεταλλεύομαι, όσο μπορώ. Δε μ’ αρέσει να ξέρω ότι έχουμε την ευκαιρία ή το χρόνο να κάνουμε κάτι κι αυτό να μη γίνεται. Με διαολίζει αυτή η σκέψη.

Επίσης, το γεγονός πως είμαι κοπέλα δε σημαίνει ότι πρέπει να εμπλέκομαι συναισθηματικά, ντε και καλά. Λυπάμαι, που θα το μάθεις από μένα, αλλά, ξέρεις, καμιά φορά κι εμείς σκεφτόμαστε, όπως κι εσείς. Ναι, θέλω μόνο το σεξ μαζί σου. Τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν υποστηρίζω ότι δεν υπάρχει και συναίσθημα μερικές φορές, απλά δεν είναι πάντοτε απαραίτητο.

Και το σημαντικότερο: δεν μπορείς να με ρίξεις συναισθηματικά. Δεν ξέρεις πώς να το κάνεις αυτό. Δεν ισοπεδώθηκα, επειδή γνώρισες κάποια άλλη ή επειδή δε γίναμε ζευγάρι ή επειδή πηδηχτήκαμε μερικές φορές. Ούτε κι έπλασα σενάρια επιστημονικής φαντασίας στο μυαλό μου.

Όσα σκέφτηκα παραπάνω απ’ αυτό που είχα εξ αρχής στο μυαλό μου, ήταν αποτέλεσμα δικής σου συμπεριφοράς. Δράση κι αντίδραση, μωρό μου. Μόνο αυτό.

Έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Όχι ότι είναι απαραίτητα κακό αυτό, αλλά εγώ δεν είμαι σαν τις άλλες κοπέλες που ‘χεις γνωρίσει στη ζωή σου. Κι αυτό, να το θυμάσαι. Όπως, επίσης, να θυμάσαι, πως αυτά που θέλω στη ζωή μου, τα κατακτώ. Έτσι έγινε και με ‘σένα.

Κι όταν σε σκέφτομαι, η πρώτη μου σκέψη είναι ότι θέλω να ξεσκίσω κομμάτι-κομμάτι τη σάρκα σου. Κάθε εκατοστό από το κορμί σου, πρώτα να το ανακαλύψω κι έπειτα να το κατακτήσω. Σπιθαμή προς σπιθαμή.

Αναρωτιέσαι, τι σχέση έχουν όλα αυτά με το συναίσθημα; Καμία απολύτως. Είναι πόθος ξεκάθαρος. Δίψα για σαρκική επαφή. Ανάγκη για να σε νιώσω και κάτι ακόμα.

Τεστάρω τις αντοχές μου απέναντί σου. Τις ανοχές μου, αν θες. Ιλιγγιώδεις ταχύτητες, μα η σκέψη σου πάντα πιο γρήγορη. Πιο ύπουλη. Όμως αυτή τη φορά δεν υπολόγισες σωστά. Δεν εκτίμησες ορθά τον αντίπαλό σου.

Συμφωνήσαμε. Δώσαμε τα χέρια και επισφραγίσαμε το μοιραίο. Μοιραίο, όμως, για ποιον; Για σένα που νομίζεις πως έχεις το πάνω χέρι; Ή για μένα που πιστεύω πώς παίζω ένα παιχνίδι που ξέρω πια καλά;

Χαζοί κι οι δυο. Αφελείς. Στ’ αλήθεια, τίποτε δε μάθαμε, αγόρι μου. Ξανά τα ίδια και τα ίδια. Πάλι οι ίδιες σκέψεις κοντεύουν να μας παρασύρουν. Εκείνα τα συναισθήματα που τάχα κάναμε πως δε βλέπαμε, τόσο καιρό έστηναν παγίδες στις σκιές.

Λέξεις που κρύφτηκαν πίσω από βλέμματα. Βλέμματα που έμειναν ένα δευτερόλεπτο λιγότερο απ’ όσο έπρεπε για να μην προδώσουν τις προθέσεις τους.

Χαζές αλήθειες που κρύφτηκαν πίσω από αδιάφορες, τάχα, λέξεις. Μικρές κι ασήμαντες, ίσως, λεπτομέρειες που πνίγηκαν ανάμεσα στους διαξιφισμούς που αντάλλαξαν τα βλέμματά μας. Που άλλα είπες, άλλα τελικά εννοούσες. Κώδικες επικοινωνίας περίπλοκοι, λέξεις-κλειδιά και με διπλά νοήματα, δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις, κρυμμένα σήματα ανάμεσα στις γραμμές, χωμένα μέσα στις προθέσεις. Ποιες προθέσεις;

Κι όμως, κι οι δύο χτυπιόμασταν ότι «θα σου απαντήσω ειλικρινά κι άμεσα σ’ ό,τι κι αν με ρωτήσεις». Το συμπέρασμα: ή δε κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις ή δε μας αρέσουν οι απαντήσεις που παίρνουμε.

Εδώ είμαι, λοιπόν. Ρώτα με ό,τι θες.

 

Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη