Όταν ήμασταν παιδιά, οι περισσότεροι από εμάς, φοβόμασταν το σκοτάδι. Οι γονείς μας μάς έβαζαν στη άκρη του δωματίου ένα μικρό νυχτερινό φωτάκι ή άφηναν ανοιχτό το φως  για να μη φοβόμαστε το βράδυ και να κοιμηθούμε άνετα. Φυσικά, η πόρτα του δωματίου μας ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ενδεχόμενο. Ήμασταν σκεπασμένοι από πάνω μέχρι κάτω, είτε με σεντόνι το καλοκαίρι, είτε με πάπλωμα και κουβέρτες τον χειμώνα. Φοβόμασταν να αφήσουμε κάποιο χέρι ή πόδι απ’ έξω να κρεμάσει, μην τυχόν ο μπαμπούλας –ή κάποιο τέρας που είναι κρυμμένο κάτω απ’ το κρεβάτι– το αρπάξει. Τα μόνα σημεία του σώματος που δεν είχαμε καλυμμένα ήταν τα μάτια κι η μύτη -για ευνόητους λόγους.

Κι αν τα χρόνια περάσανε και μεγαλώσαμε, το λογικό και το συνηθισμένο θα ήταν να έχουμε ξεπεράσει όλες αυτές τις φοβίες και την ανησυχία για το σκοτάδι και να ‘χουμε σταματήσει να αφήνουμε φωτάκι, φως στο διάδρομο ή την τηλεόραση ανοιχτή.

Τι γίνεται, όμως, όταν, ενώ έχουμε μεγαλώσει και (θεωρητικά) ωριμάσει, φοβόμαστε ακόμα το σκοτάδι; Δεν μπορούμε να κοιμηθούμε με τα φώτα όλα κλειστά και χρειαζόμαστε είτε κάποιο φωτάκι αναμμένο, είτε την τηλεόραση, είτε ακόμα κι ολόκληρο το φως του δωματίου. Γιατί, αντίθετα με το τι μπορεί να νομίζουν πολλοί, η νυχτοφοβία δεν είναι θέμα που αφορά αποκλειστικά παιδιά. Για παράδειγμα, μια έρευνα που έκανε η Philips Lighting στην Αυστραλία σε δείγμα 1000 ατόμων έδειξε ότι σε ποσοστό 72% οι ενήλικες φοβούνται το σκοτάδι.

Όταν τυχαίνει να κλείσει το φως, με δική μας πρωτοβουλία ή κάποιου άλλου, δεν μπορούμε με τίποτα να κοιμηθούμε. Στριφογυρίζουμε στο κρεβάτι, μας πιάνει ένας κόμπος στο στήθος και στο στομάχι ή ταχυπαλμία, γενικότερα νιώθουμε άσχημα. Φοβόμαστε ενδόμυχα πως αν το κλείσουμε θα μας συμβεί κάτι κακό.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως παρέμειναν οι φόβοι απ’ την παιδική μας ηλικία; Από ψυχολογικής πλευράς, μπορεί στα παιδικά μας χρόνια να περάσαμε κάποιο σοκ, κάποια δυσάρεστη κατάσταση. O χρόνος δε συνδέεται απόλυτα: μπορεί ήταν βράδυ, αλλά είναι εξίσου πιθανό να συνέβη και κατά τη διάρκεια της ημέρας και να μας τραυμάτισε με κάποιον τρόπο που αντανακλάται όταν πάμε για ύπνο. Συνήθης αιτία μπορεί να είναι κι η απώλεια ενός αγαπημένου μας προσώπου. Επιπλέον, μπορεί να ‘χει προκληθεί από μια ταινία τρόμου, όσο απλό κι αν ακούγεται. Μπορεί να ‘ναι και κάτι πολύ πιο απλό, όπως το έμφυτο ένστικτο της επιβίωσης που ‘χουμε όλοι μέσα μας: Αυτό μας αποτρέπει απ’ το να θέλουμε να ‘μαστε σε σκοτεινούς χώρους.

«Στο σκοτάδι η όρασή μας εξαφανίζεται και δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε ποιος ή τι βρίσκεται γύρω μας. Κάθε φορά που θέλουμε να προστατευθούμε από κάποιον πιθανό κίνδυνο στηριζόμαστε στην όρασή μας. Το (ανοιχτό) φως μας παρέχει ασφάλεια, εξασφαλίζοντας πω ό,τι και να γίνει θα το αντιληφθούμε εγκαίρως.»  Οι σκιές εξαφανίζονται κι αυτό που βλέπουμε είναι αυτό που είναι, τα περιθώρια ερμηνείας είναι στενά. Δεν υπάρχουν σκιές για να μας τρομάξουν, οι ήχοι έχουν μια πηγή ξεκάθαρη. Με το ανοιχτό φως εμείς έχουμε τον έλεγχο.

Δε χρειάζεται να φοβόμαστε το σκοτάδι. Δυστυχώς τα περισσότερα δυσάρεστα γεγονότα τείνουν να συμβαίνουν με το φως της ημέρας. Δεν είναι κάτι κατακριτέο αυτό που νιώθουμε, ούτε παράλογο. Ο καθένας από εμάς έχει τη δική του ιστορία. Με τη βοήθεια των δικών μας ανθρώπων κι ακόμη περισσότερο ενός ειδικού, αν τόσο πολύ επηρεάζει τη ζωή μας, μπορούμε να το ξεπεράσουμε. Δεν είμαστε οι μόνοι. Δεν είμαστε μόνοι.

Συντάκτης: Στέλλα Δημητρίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη