Πότε έρχεται, άραγε, εκείνη η στιγμή που γνωρίζεις τον έρωτα της ζωής σου; Πώς το συνειδητοποιείς; Είναι όλα προγραμματισμένα από κάποια ανώτερη δύναμη ή μήπως είναι στο χέρι σου το να χρίσεις κάποιον ως τον άνθρωπό σου;

Η ιστορία μας ξεκινάει μία Κυριακή βράδυ, λίγα χρόνια πριν, σε ένα προάστιο της Αθήνας. Μέσα σε ένα μοβ δωμάτιο, σε κάποιο ζεστό και καλαίσθητο διαμέρισμα, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι προσπαθούσε να αποφασίσει τι θα φορούσε την επόμενη μέρα, ζήτημα υψίστης σημασίας για εκείνη, την εποχή αυτή. Επρόκειτο για την πρώτη μέρα της στη δευτέρα λυκείου, και μάλιστα σε ένα νέο σχολείο. Όλα την ωθούσαν στο να κάνει μια νέα αρχή, μα η πραγματικότητα ήταν ότι μόνη της είχε φέρει τη ζωή της στο συγκεκριμένο σημείο. Ήθελε πολλά κότσια να βγει απ’ την ψυχοφθόρα κατάσταση την οποία ζούσε στο προηγούμενο σχολείο της και να κυνηγήσει αλλού την ηρεμία της, αλλά εκείνη τα ‘χε καταφέρει, και τώρα ήταν έτοιμη να δώσει τον καλύτερο εαυτό της.

Την ίδια στιγμή, λίγα τετράγωνα μακριά απ’ το σπίτι της, σε μία από τις κεντρικότερες πλατείες της περιοχής, δύο παρέες αγοριών παρατηρούσαν δύο φίλους τους που είχαν πιαστεί στα χέρια. Κανείς δεν ήξερε τον ακριβή λόγο της παρεξήγησης που οδήγησε στον τσακωμό. Το μόνο σίγουρο ήταν πως κάποια προσβολή, που εκτοξεύτηκε σαν πείραγμα, πυροδότησε το ξέσπασμα του ενός απ’ τους δύο. Όλοι οι παρευρισκόμενοι, όμως, ήταν συνηθισμένοι σε αυτά. Όταν, στις δύο το πρωί, ο τσακωμός έληξε, με μαυρισμένα μάτια και ματωμένες μύτες ως λάφυρα των πρωταγωνιστών, όλοι γύρισαν ατάραχοι στα σπίτια τους για να ξεκουραστούν για την πρώτη μέρα στο σχολείο, σαν να μη συνέβη τίποτα.

Το πρωί βρήκε την Κάτια ενθουσιασμένη και σίγουρη, με μαύρο μολύβι στα μάτια της κι ένα όμορφο φόρεμα στο σώμα της. Μέσα της ένιωθε αήττητη, έτοιμη για την καλύτερη χρονιά της ζωής της. Ήταν αποφασισμένη να τους μαγέψει όλους στο νέο σχολείο της. Θα έκανε πολλούς φίλους, θα είχε τους καλύτερους βαθμούς, κι αν ήταν τυχερή, ίσως και να γνώριζε εκείνο το αγόρι που θα της έκλεβε την καρδιά. Ό,τι και να συνέβαινε τελικά, ήταν απόλυτα βέβαιη ότι τα πάντα θα πήγαιναν τέλεια.

Η μέρα κύλησε όμορφα, όπως ακριβώς την είχε σχεδιάσει. Γνωρίστηκε με τους καθηγητές της, έκανε νέους φίλους και πληροφορήθηκε ότι αποτελούσε την άφιξη με τα περισσότερα κολακευτικά σχόλια. Έτσι, λοιπόν, ήταν πολύ χαρούμενη όταν βρήκε θέση δίπλα σε ένα άλλο κορίτσι, στο πρώτο θρανίο της τάξης της. Ήταν επίσης πολύ χαρούμενη όταν το πιο ωραίο αγόρι της τάξης ήρθε και της συστήθηκε με ένα γοητευτικό χαμόγελο. Ήταν ακόμα χαρούμενη όταν χτύπησε το κουδούνι για το σχόλασμα, και διέσχισε το χολ του σχολείου με μία έκφραση επιτυχίας στο εφηβικό προσωπάκι της. Μέχρι που κάποιος την έσπρωξε δυνατά, και παραλίγο να πέσει στο πάτωμα.

Γύρισε ταραγμένη να κοιτάξει, μόνο για να αντικρίσει ένα μεγαλόσωμο αγόρι με μεγάλα πράσινα μάτια κι ένα ειρωνικό χαμόγελο να έχει σηκώσει τα χέρια και να της ζητάει αδιάφορα συγγνώμη. Το βλέμμα του όταν την παρατήρησε άλλαξε απότομα, τόσο που η καρδιά της Κάτιας σταμάτησε για λίγο. Το αγόρι έσκασε στα γέλια κι άρχισε να τη δείχνει στους φίλους του.

«Πού πας έτσι;» τη ρώτησε κοροϊδευτικά, μέσα στο γέλιο του. «Δείτε πώς ήρθε στο σχολείο! Σαν κλόουν!» είπε στην παρέα του, η οποία τον συνόδευσε έξω απ’ το σχολείο γελώντας.

Αυτό ήταν. Αυτό που φοβόταν είχε συμβεί. Θα ήταν ο περίγελος κι αυτού του σχολείου, ο μεγαλύτερος εφιάλτης της είχε βγει αληθινός. Δίχως να το σκεφτεί, άρχισε να τρέχει. Μια υγρασία ερχόταν απρόσκλητη στα μάτια της μα δε θα το επέτρεπε στον εαυτό της, τουλάχιστον όχι μέχρι να απομακρυνθεί αρκετά απ’ τους νέους συμμαθητές της. Άρχισε να διασχίζει τα στενά μέχρι το σπίτι της με αστραπιαία ταχύτητα, ξεχνώντας εντελώς την καλή εμπειρία που είχε την υπόλοιπη μέρα. Ήταν ένα άτομο που είχε περάσει πολλά, δυστυχώς. Ένα τέτοιο σχόλιο ήταν αρκετό για να καταστρέψει την αυτοπεποίθηση που είχε χτίσει με τόσο κόπο.

Λίγες μέρες αργότερα, η Κάτια είχε φροντίσει να διώξει για τα καλά το περιστατικό απ’ το μυαλό της. Η εικόνα του αγοριού είχε διαγραφεί απ’ τη μνήμη της και τα γεγονότα επιβεβαίωσαν τη θεωρία της ότι μέσα στις επόμενες μέρες κανείς δε θα έδινε πια σημασία στην κοροϊδία που είχε εκλάβει. Είχε αρχίσει να κάνει αληθινούς φίλους κι ήξερε καλά πως, σε ένα σχολείο με τόσα πολλά άτομα, ήταν σχεδόν αδύνατον να ξαναπέσει πάνω σε αυτό το υποκείμενο. Ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει τίποτα να ρίξει τη διάθεσή της, δε θα άφηνε κανέναν να την κάνει να κλάψει πάλι έτσι.

Κάποια Πέμπτη, η κοπέλα που καθόταν δίπλα της στο θρανίο τής πρότεινε να τη γνωρίσει στην παρέα της. Προς έκπληξη της Κάτιας, η παρέα που γνώρισε δεν ήταν αυτό που είχε φανταστεί. Ήταν πέντε άτομα, απ’ τη μεγαλύτερη τάξη, που περνούσαν τα διαλείμματα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο στην αυλή καπνίζοντας, κι έπαιρναν τη μία αποβολή μετά την άλλη. Κέντρο της παρέας, μάλιστα, ήταν ένας νεαρός που, με τσιγάρο στο στόμα, κρατούσε δύο κοπέλες στην αγκαλιά του και το έπαιζε γκόμενος. Έκανε χλευαστικά σχόλια, είχε κρύο χιούμορ και νόμιζε ότι ήταν πολύ καλύτερος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. «Άλλος ένας γελοίος», σκέφτηκε η Κάτια, αμελώντας εντελώς ότι επρόκειτο για το ίδιο αγόρι που είχε συναντήσει την πρώτη της μέρα στο σχολείο -τόσο πολύ τον είχε ξεγράψει.

Οι μέρες πέρασαν κι η Κάτια είχε γνωρίσει πάρα πολύ κόσμο. Τα δύο άτομα που της είχαν κάνει τη χειρότερη εντύπωση –που στην πραγματικότητα ήταν μονάχα ένα– τα είχε σβήσει εντελώς, μη θέλοντας να δώσει άλλη αξία σε κομπλεξικούς ανθρώπους. Μέσα της, όμως, έκρυβε το παράπονο ότι ακόμα δεν είχε γνωρίσει κανένα ενδιαφέρον αγόρι. Ήθελε κάποιον που να τη γοητεύσει, έναν απ’ τους τύπους εκείνους που μπαίνουν μέσα σε ένα δωμάτιο και τραβούν πάνω τους όλη την προσοχή, έναν από αυτούς που είναι αγαπητοί από όλους.

Κατά τη διδακτική ώρα των αρχαίων ελληνικών, όλες αυτές οι σκέψεις ταλάνιζαν το μυαλό της. Είχε χαθεί εντελώς στον κόσμο των ονείρων της, όταν η πόρτα χτύπησε ζωηρά. Πριν προλάβει να αντιδράσει ο καθηγητής, η πόρτα άνοιξε διάπλατα για να αποκαλύψει ένα όμορφο, ψηλό αγόρι, με όμορφο, πλατύ χαμόγελο και μία φωτεινή κίτρινη μπλούζα. Τα μάτια της Κάτιας γούρλωσαν, και το σαγόνι της έπεσε, καθώς τον είδε. Διακριτικά, σκούντησε την κοπέλα που καθόταν δίπλα της.

«Ποιος είναι αυτός;» τη ρώτησε με ενθουσιασμό.

«Δεν τον θυμάσαι; Σου τον γνώρισα τις προάλλες. Είναι ο Αντρέας.»

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη