Διαβάστε το Μέρος Β’ εδώ.

 

Αγκαλιά κοιμήθηκαν, αγκαλιά ξύπνησαν. Την ξύπνησε στην προσπάθειά του να τραβηχτεί. Κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν αμήχανα. Η πρώτη τους ταυτόχρονη στιγμή αμηχανίας κι αδυναμίας. Δεν είπαν τίποτα, μόνο σηκώθηκαν και κατευθύνθηκαν προς την κουζίνα. Τον ρώτησε αν ήθελε καφέ για να δει αν θα έφευγε όπως την προηγούμενη φορά.

– Λυπάμαι, πρέπει να φύγω σε λίγο. Έχω μία δουλειά που δεν μπορώ να αναβάλλω.

– Ναι, καταλαβαίνω.

Ντύθηκε κι έφυγε. Η πρώτη σκέψη της Κατερίνας ήταν πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπε. Δεν έβγαζε πουθενά. Προσπαθούσε κάθε φορά να τον ανακαλύψει, να τον βοηθήσει να ανοιχτεί μέσα από μία συζήτηση, αλλά μάταια. Δεν της άφηνε περιθώρια. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Ήταν χρονοβόρα κι επίπονη η όλη διαδικασία. Τη γοήτευε το μυστήριο, αλλά είχε παραγίνει. Το πιο κλειστό βιβλίο που είχε συναντήσει. Και πάνω που το πήρε απόφαση, χτύπησε το κουδούνι. Ο Νίκος είχε επιστρέψει.

Κάτι θα ξέχασε. Δεν της περνούσε απ’ το μυαλό τι άλλο μπορεί να ήθελε. Άνοιξε την πόρτα κι επέστρεψε στην κουζίνα. Κοιτούσε την πόρτα επίμονα περιμένοντας να δει τι ήθελε, χωρίς όμως να του δείξει την αγωνία της. «Συγγνώμη που έφυγα έτσι. Κάνε μου ένα μέτριο χωρίς γάλα, ευχαριστώ». Στα χέρια του κρατούσε μία σακούλα απ’ το φούρνο της γειτονιάς. Αυτό της ήρθε πολύ ξαφνικό. Ήταν μία ευχάριστη έκπληξη και το μόνο που έμενε ήταν να δει την κατάληξή της.

– Γιατί γύρισες;

– Γιατί κατάλαβα ότι δεν έπρεπε να φύγω. Είμαι εδώ που πρέπει να είμαι.

– Τι εννοείς;

– Εννοώ ότι έκανα λάθος που έφυγα την πρώτη φορά. Δε γινόταν να ξανακάνω το ίδιο λάθος.

– Δηλαδή τώρα το διόρθωσες;

– Έχεις σκοπό να κάνεις κι άλλες ερωτήσεις για να νιώσω άσχημα;

– Προσπαθώ να σε καταλάβω. Προσπαθώ να σε γνωρίσω. Εσύ δε μιλάς για σένα οπότε αναγκάζομαι να ρωτάω. Έχεις σκοπό να μου πεις κάτι για σένα;

– Όσα ξέρεις μέχρι στιγμής δεν είναι κι ό,τι καλύτερο.

– Αυτό προσπαθώ να αλλάξω.

– Λοιπόν, στη ζωή μου δεν κάνω ποτέ πίσω.

– Επιτέλους συμφωνούμε σε κάτι.

Γέλασαν. Κατάφεραν για πρώτη φορά να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν. Γνώριζαν πως η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται προσπάθεια κι απ’ τις δύο πλευρές, υπομονή, για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του άλλου. Κάθισαν απέναντι, σε αμυντική στάση, όμως έρχονταν πιο κοντά με την ώρα. Ο χρόνος κυλούσε κι η συζήτηση είχε πάρει μία απρόσμενη τροπή. Ήταν στο σημείο όπου ήθελε η Κατερίνα να είναι.

– Πρέπει να σε έχουν πονέσει πολύ, ε; Γι’ αυτό είσαι τόσο κλειστός.

– Οι άνθρωποι πονάμε κι υποφέρουμε επειδή το επιτρέπουμε. Αφήνουμε τον εαυτό μας εκτεθειμένο μπροστά σε καλά μεταμφιεσμένους κινδύνους. Ο πόνος είναι επιλογή μας. Μόλις το συνειδητοποιήσεις, τον σταματάς.

– Σοβαρά πιστεύεις ότι τα συναισθήματα έχουν διακόπτη; Όποτε γουστάρεις, νιώθεις κι όποτε όχι, απλά τον κλείνεις;

– Δεν αναφέρομαι σε διακόπτες. Μπορείς να πεις πως δεν αφήνω τα συναισθήματά μου σε ξένα χέρια. Δεν επιτρέπω σε κανένα να παίξει μαζί τους. Έτσι, σταμάτησα να πονάω.

– Όταν δεν πονάς με τίποτα, τότε δε γελάς με τίποτα. Όχι πραγματικά, τουλάχιστον. Δεν υπάρχει το δεύτερο χωρίς το πρώτο. Είναι οδυνηρό, τρομακτικό.

– Τρομακτικό γιατί;

– Για εμένα. Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν μπορούν να βιώσουν τον πόνο. Είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση κι εσύ τον αποποιήθηκες, μαζί με τα υπόλοιπα συναισθήματά σου.

– Όταν έχεις πονέσει τόσες φορές, τρέμεις και τη σκιά σου. Δεν ξέρεις αν το χέρι που έρχεται προς το μέρος σου θέλει να σε χαϊδέψει ή να σε βαρέσει. Χάνεσαι κάθε φορά μέσα στην άβυσσο του πληγωμένου σου μυαλού και ψάχνεις διέξοδο. Δεν υπάρχει όμως. Εκεί βρίσκεται μόνο το σκοτάδι, τόσο πυκνό που σε κάνει να αμφιβάλλεις αν θα ξαναδείς το φως. Και μόλις δεις μία λάμψη κι ελπίζεις ότι θα τελειώσει αυτό το μαρτύριο, έρχεται ο επόμενος. Ξανά και ξανά η ίδια ιστορία, μέχρι να αρχίσεις να συνηθίζεις το σκοτάδι. Να προσπαθείς να πιστεύεις ότι…

Εκεί τον σταμάτησε. Αναστατωμένος, νευριασμένος με το βλέμμα στο πάτωμα. Με τα χέρια του έπιανε το κεφάλι του και προσπαθούσε να βάλει μία τάξη στο μυαλό του, να ηρεμήσει. Είχε φτάσει στα όριά του. Η Κατερίνα του έπιασε το χέρι και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Δε μίλησε. Έμεινε να του χαϊδεύει το χέρι. Επιτέλους, της μίλησε. Άνοιξε την καρδιά του μπροστά της.

Της άρεσε που τον είδε ευάλωτο. Της έδειξε το αληθινό του πρόσωπο, πίσω απ’ τα αστεία και τις επιθετικές άμυνες. Δε θα είχε άλλη ευκαιρία να τον γνωρίσει. Τώρα της συστήθηκε ως ο εαυτός του. Αυτός ήταν ο πραγματικός Νίκος. Την ίδια άποψη είχε κι ο ίδιος. Ένιωσε εκτεθειμένος. Παρασύρθηκε απ’ την κουβέντα κι είπε πράγματα που θα έπρεπε να μείνουν κρυμμένα. Χωρίς να πει τίποτα, σηκώθηκε κι έφυγε. Δεν μπορούσε να αντέξει στην ιδέα ότι εκείνη τη στιγμή τον λυπόταν. Μακάρι να μπορούσε να τα πάρει όλα πίσω.

Πέρασαν μέρες μέχρι να βρει το κουράγιο να της μιλήσει, να την κοιτάξει στα μάτια. Πήρε την απόφαση να περάσει απ’ το γραφείο της, να της κάνει έκπληξη. Ήθελε να δικαιολογηθεί για τη στάση του και να προσπαθήσει να φτιάξει όσα νόμιζε πως χάλασε. Μπήκε στο δωμάτιο με μία ανθοδέσμη στα χέρια και περπάτησε μέχρι το γραφείο της. Χαμογελαστός κι αισιόδοξος, όπως τον είχε γνωρίσει.

– Καλημέρα. Αυτά είναι για σένα. Ελπίζω να μην ενοχλώ.

– Τι κάνεις εδώ;

– Ήρθα να σου κάνω έκπληξη.

– Εδώ δουλεύω. Φύγε, σε παρακαλώ, θα τα πούμε άλλη στιγμή.

– Μπορούμε να βγούμε πέντε λεπτά έξω να μιλήσουμε;

– Δεν μπορώ τώρα. Έχω δουλειά, μην επιμένεις.

Παίρνει μία βαθιά ανάσα και γονατίζει. Αυτή παγώνει, μένει να τον κοιτάει απορημένη. Καθαρίζει τη φωνή του κι αρχίζει να φωνάζει: «Τιιιι; Θα με παντρευτείς; Ακούτε; Παντρευόμαστε». Ενώ οι υπόλοιποι αρχίζουν να χειροκροτούν, αυτή τον πιάνει απ’ το χέρι έξαλλη και τον τραβάει έξω απ’ το δωμάτιο. Αυτός δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει.

– Πας καλά ρε; Τι κάνεις;

– Είδες που  έχεις πέντε λεπτά για να μιλήσουμε;

– Έρχεσαι με λουλούδια στο χώρο που εργάζομαι και σαν να μην έφτανε αυτό με κάνεις και ρεζίλι. Φύγε πριν σου πω τίποτα χειρότερο.

– Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω, αν πρώτα δε μιλήσουμε.

– Ωραία, λέγε γρήγορα ό,τι έχεις να πεις να τελειώνουμε.

– Γιατί νευρίασες, αγάπη μου; Χαμογέλα, παντρευόμαστε.

– Γιατί φέρεσαι σαν μαλάκας, πάλι;

– Μία πλάκα έκανα, ηρέμησε.

– Σε παρακαλώ, φύγε. Έχω πολλά νεύρα για να μιλήσω τώρα.

Γύρισε στο γραφείο της ακόμη πιο έξαλλη από πριν. Τα είχε πάρει στο κρανίο που την εξέθεσε έτσι ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Ένιωσε πως την προσέβαλε με τον χειρότερο τρόπο. Δεν είπε καν αυτό που ήθελε τόσο πολύ να πει. Την ανάγκασε να βγει έξω και συνέχισε την πλάκα του.

Ο Νίκος, μόλις βγήκε έξω απ’ το κτίριο, αποφάσισε να της στείλει ένα μήνυμα. Έγραφε και έσβηνε αρκετή ώρα. Δεν ήξερε πώς ακριβώς να πει όσα ήθελε να πει, ειδικά μέσα από ένα μήνυμα. Από πού να ξεκινήσει και πού να τελειώσει. Τελικά μετά από πολλή σκέψη, το έστειλε. « Θέλω να μιλήσουμε. Να μου αφιερώσεις μία μέρα σου για να ξεκαθαρίσουμε την κατάσταση μεταξύ μας».

Πήρε την απάντησή του: «Την άλλη Πέμπτη έχω ρεπό».

 

Επιμέλεια Κειμένου Θάνου Αραμπατζή: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Θάνος Αραμπατζής