Αν γουστάρεις κάποιον πολύ, λένε, πως αυτό που νιώθεις καθρεφτίζεται πρώτα στα μάτια σου. Ότι φαίνεται δηλαδή φως φανάρι. Αρκεί μόνο να τον κοιτάξεις και τότε αυτά θα αποκτήσουν μια λάμψη διαφορετική. Μα εγώ όμως απ’ τη μεριά μου, πιστεύω ότι μεγαλύτερο προδότη των συναισθημάτων σου απ’ τα ίδια σου τα χέρια, δε θα μπορέσεις να βρεις.

Και δε μιλάω για τα ανούσια, άγαρμπα αγγίγματα που κάνουμε πάνω στην κάψα σε εκείνους που είναι πρόθυμοι να την ικανοποιήσουν. Αλλά για τον τρόπο που θα ακουμπήσεις την αυθεντική εκατό τοις εκατό καψούρα σου κι ύστερα βιαστικά θα τραβήξεις το χέρι σου.

Για εκείνη την τόσο δυνατή καψούρα που με το που βλέπεις αυτόν που γουστάρεις, σε κάνει να αισθάνεσαι κυριολεκτικά να παραλύεις. Με τα χέρια σου να χάνουν τελείως τη χρησιμότητά τους κι έτσι να καταλήγουν να στέκουν ακίνητα, κρεμασμένα πλάι στο κορμί σου, αντί να απλωθούν προς το μέρος που καίγεσαι όσο τίποτα άλλο να πιάσεις. Γιατί τη μεγάλη σου καψούρα πάντα θα σου είναι δύσκολο να την αγγίξεις φιλικά με όλες εκείνες τις γνωστές τυπικότητες.

Όσο χρονών κι αν έχεις φτάσει, θα έχεις πάντα αυτήν την εφηβική συστολή κι αμηχανία, που θα σε κάνει να μουδιάζεις όποτε πας να πιάσεις το κορμί που διακαώς επιθυμείς. Έστω κι αν είναι μονάχα για μια στιγμή με την άκρη του δαχτύλου σου για να ζητήσεις να σου πιάσει την τσάντα ή το ποτήρι σου.

Μπορεί στους υπόλοιπους να φέρεσαι απολύτως φυσιολογικά, να τους αγκαλιάζεις με άνεση, να τους σκουντάς με απορία, ακόμα και να τους σπρώχνεις δυνατά ενώ γελάς μέχρι δακρύων, όχι όμως το αντικείμενο του πόθου σου. Διπλά σ’ αυτό θα στέκεσαι πάντα πιο προσεκτικά, πολύ πιο μαγκωμένα. Θα φέρεσαι συγκρατημένα, γιατί αυτό που θες είναι να μη χάσεις τελείως τον αυτοέλεγχό σου, που έτσι κι αλλιώς με νύχια και με δόντια καταφέρνεις και συγκρατείς.

Κάθε φορά που θα τυχαίνει να βρίσκεστε κοντά, σχεδόν σε απόσταση αναπνοής, καθισμένοι δίπλα-δίπλα θα επικεντρώνεσαι στο να κρατάς τα χέρια σου απασχολημένα. Για να μη λειτουργήσουν ξαφνικά αυτόβουλα κι αρχίσουν να κάνουν, όσα συνεχώς φαντάζεσαι. Να ξεκινάς απ’ το να χαϊδεύεις απαλά τα μαλλιά και στο τέλος να εξερευνάς ολόκληρο το κορμί του.

Βλέπεις, πιστεύεις βλακωδώς ότι ακόμα και το παραμικρό σας άγγιγμα είναι ικανό να μεταδώσει τηλεπαθητικά στον άλλον όλα εκείνα που αισθάνεσαι για την πάρτη του. Λες και τα δάχτυλά σου είναι ικανά να μεταφέρουν με κάποιον μαγικό τρόπο τον πόθο που σε καίει μέσα σου και θα καταφέρουν να τον τινάξουν στον αέρα σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Εσύ ξέρεις ήδη πόσο τον θέλεις και θεωρείς ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να κάνεις κάτι και τελικά να προδοθείς.

Σε κάθε σου βήμα κουβαλάς ανελλιπώς και τη μύγα της καψούρα για συντροφιά σου και αυτό σε κάνει να κωλώνεις να ακουμπήσεις με την ίδια άνεση αυτόν όπως τους υπόλοιπους. Είναι σαν μια περίεργη μίξη μεγάλης επιθυμίας να κάνεις αυτόν τον άνθρωπο δικό σου, ταυτόχρονα όμως με μια υπομονή κι αυτοσυγκράτηση ώστε να περιμένεις μήπως τελικά τον κατακτήσεις για να έχεις την ευκαιρία να τον γευτείς κατάλληλα.

Κι είναι η στιγμή που θα ακουμπήσετε φευγαλέα που θα καταλάβεις ότι αυτόν τον άνθρωπο τον θέλεις πολύ. Εκείνη ακριβώς η στιγμή που θα βάλεις τα δυνατά σου για να συνεχίσεις να φέρεσαι φυσιολογικά, θα μετρήσεις σιωπηλά ως το δέκα κι ύστερα θα αφήσεις πάλι να γλιστρήσει απ’ τα χέρια σου.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μαρίας Τριγώνη: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Μαρία Τριγώνη