Όλα ξεκινάνε με μια μακρόσυρτη σιωπή. Αμήχανη, άδεια, ξένη. Το νιώθεις, είναι τόσο κοντά που σχεδόν σε αγγίζει.

Είναι εκείνη η στιγμή λίγο πριν το τέλος.

Μετράω λίγες μόνο στιγμές μικρού θανάτου. Νιώθω το σώμα μου να καίει, τα άκρα μου είναι μουδιασμένα, τα μάτια μου υγρά. Μετά σε κοιτάω. Είσαι ήρεμος, περιμένεις, την γνωρίζεις καλά αυτή τη σιωπή. 

Είναι μια αγάπη που τελείωσε. Και τότε σπάει. Βγαίνουν οι λέξεις σαν σφαίρες, χτυπάει ένα «φύγε» στην καρδιά. Μετά άλλο ένα κι άλλο ένα, μέχρι να αιμορραγήσει, μέχρι να γονατίσει κάθε άμυνα μπροστά στο χωρισμό. Το φωνάζω, βάζω τα δυνατά μου να νιώσεις ανεπιθύμητος.

Διεκδικώ τη φυγή σου, ζητάω με μανία ένα τέλος που θα έχω επιβάλλει εγώ.

Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, περίπου οχτώ δευτερόλεπτα πριν γυρίσεις την πλάτη σου, νιώθω την υποκρισία μου. Βλέπω το ψέμα μου να απλώνεται μπροστά μου, νιώθω τις λέξεις να κολλάνε πάνω στα χείλη μου αλλάζοντας μορφή, σχηματίζοντας ένα αχνό, δειλό «μείνε». 

Μείνε γιατί δεν ξέρω πώς να ξυπνάω το πρωί αν δεν είσαι στο διπλανό μαξιλάρι. Μείνε γιατί ξέρω πώς πίνεις τον καφέ σου, μείνε γιατί ξέρεις πώς πίνω τον δικό μου, μείνε γιατί δε γουστάρω να μάθω πώς πίνει κάποιος άλλος τον καφέ του. Μείνε για να με πληγώσεις, αντέχω κι άλλο, θέλω μόνο εσύ να ξέρεις τι με πονάει περισσότερο. Μείνε να σε φιλάω, να σε εξοργίζω, να με αντέχεις, να σε ζω.

Μείνε γιατί δεν ξέρω πώς είναι ο έρωτας χωρίς να φοράει το δικό σου βλέμμα.

Δε θέλω να μάθω τίποτα, δε θέλω να προχωρήσω, δε γουστάρω να μου επιβληθεί καμία καινούρια φανταστική καθημερινότητα. Κι όσο το μείνε κολλάει στην άκρη της γλώσσας, γίνεται κόμπος, θεριεύει και νιώθω να πνίγομαι, χωρίς πια να έχει μείνει αέρας γύρω μου να αναπνεύσω.

Πνίγομαι, μείνε, άκου με.

Μη με πιστεύεις τόσο εύκολα, μην μ’ αφήσεις να σε διώξω, μη μου παραχωρείς όλη αυτήν την εξουσία. Εσύ που τόσο καυχιέσαι πως με ξέρεις, γιατί δεν διαβάζεις τώρα τα τόσο ξεκάθαρα ψέματά μου;

Πέντε δευτερόλεπτα, αυτό μας έμεινε πριν το τέλος.

Κι εσύ δε θα ακούσεις ποτέ το «μείνε» μου, θα φύγεις γιατί το ζήτησα, θα τελειώσει για να στέψουμε μετά το νικητή. Κι εγώ θα θυμώσω γιατί δεν πάλεψες, γιατί δεν είδες πίσω από τον εγωισμό μου, γιατί δεν ξεπέρασες τα όρια. Γιατί ήταν όλα τόσο προφανή, τόσο κανονικά, τόσο πέρα από σένα κι από μένα. Γιατί αυτό που ζήσαμε δεν αρκούσε για να μείνεις όταν εγώ δεν ήθελα.

Φύγε λοιπόν, θα σου πω μια τελευταία φορά πριν κλείσεις την πόρτα πίσω σου, μα μέσα από τα δόντια μου λίγο πριν φτάσουμε στο μηδέν, θα ξεφύγει ένα τελευταίο μείνε.

Κι εσύ, θα έχεις ήδη φύγει. Νίκησα. Χάσαμε. 

 

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου