Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν γνωρίζουμε κάποιον στη ζωή μας είμαστε διστακτικοί και ντροπαλοί μέχρι να μας ανοιχτεί και να αποκτήσουμε μαζί του μια οικειότητα. Έχει παρατηρηθεί έντονα το φαινόμενο, μετά την απόκτηση αυτής της οικειότητας να γινόμαστε προσβλητικοί απέναντι στον άλλον λέγοντας πράγματα και σχολιάζοντας καταστάσεις που θεωρητικά δε θα σχολιάζαμε έστω και για λόγους ευγενείας, πόσο μάλλον κατανόησης και σεβασμού.

Μετά το πέρας κάποιου χρόνου, ξεχνάμε τους τρόπους και την καλή διαγωγή που θα μπορούσαμε να έχουμε απέναντι στον φίλο ή το έτερόν μας ήμισυ ή το οικογενειακό μας πρόσωπο και ξεκινάμε να τον προσβάλουμε με τρόπο απρεπή εφόσον υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι ο politically correct λόγος είναι και ο δημόσιος λόγος, ο ίδιος που δε χρειάζεται να υφίσταται στις προσωπικές μας στιγμές γιατί «με ξέρει ο Τάκης, έτσι είμαι και δεν παρεξηγεί». Σε δεύτερο επίπεδο κρύβεται η άνεση να προβάλουμε στα πρόσωπα του Τάκη και του κάθε κοντινού μας Τάκη τις ανασφάλειές μας. Έχει αποκτηθεί ο βαθμός εκείνος της οικειότητας που δε μας ενοχλεί πλέον να δείχνουμε ότι είμαστε εντάξει και κουλ, οπότε ξεδιπλώνουμε τον αγενή μας εαυτό.

Το ερώτημα είναι, αν είναι σε μια στενή σχέση αυτό επιτρεπτό απλώς και μόνο λόγω της ιδιότητάς της αυτής. Μπορείς δηλαδή στην οικογένεια να το αποφεύγεις, αλλά όχι στους φίλους σου, ή θεωρείς ότι το άτομο με το οποίο είστε σε σχέση ή κάτι τρέχει, θα πρέπει να το αποδεχθεί και να το ανεχθεί- πόσο μάλλον να το βρίσκει και γοητευτικό;

Πολλές φορές έχουμε έρθει στη θέση να προσβάλουμε κάποιον με τον οποίο νιώθουμε οικεία χωρίς να αναλογιστούμε πώς μπορεί να νιώθει εκείνος με τη μόνη δικαιολογία ότι είναι δικός μας άνθρωπος και θα καταλάβει. Ρίχνουμε και πάλι το βαρίδι της ευθύνης πάνω του αφού επιθυμούμε εκείνος να «μην είναι κομπλεξικός», να μην «κάνει έτσι μωρέ», εκείνος να ρίξει τις άμυνές του και να δεχθεί την οποία συμπεριφορά μας. Στην τελική, μεταφράζουμε την οικειότητα με βάση το πόσες προσβολές μπορούμε να πετάξουμε, χωρίς να χαλάσει η σχέση. Το λες κι εντυπωσιακά μη υγιές αυτό.

Έχει παγιωθεί μέσα μας η αντίληψη κι έχει ριζώσει, θα λέγαμε, αυτή η τακτική ακριβώς επειδή από την πρώτη στιγμή που γεννιόμαστε μαθαίνουμε ότι με τους δικούς μας ανθρώπους μπορούμε να είμαστε ο εαυτός μας- κι αυτό έχει κάπως μέσα μας μεταφραστεί ως ο κακός εαυτός μας. Σε καμία περίπτωση δε θα έπρεπε να προσποιούμαστε κάτι που δεν είμαστε αλλά θα πρέπει να ορίσουμε ένα μέτρο το οποίο δε θα έπρεπε να ξεπερνάμε. Έχει διαφορά να πεις σε έναν δικό σου άνθρωπο «πρέπει να κάνεις λίγη διατροφή για την υγεία σου» κι άλλο να πεις «έχεις γίνει σαν βόδι». Απλά τα πράγματα. Έχει σημασία ο τρόπος που χρησιμοποιούμε τις λέξεις μας. Σαφώς και δεν υπάρχουν λέξεις που είναι από μόνες τους προσβλητικές αλλά μπορείς εύκολα να μετατρέψεις οποιαδήποτε φράση σε προσβολή αν ο στόχος σου είναι να κάνεις τον άλλον να νιώσει άσχημα.

Στις προσβολές μας προβάλουμε τις δικές μας ανασφάλειες. Είναι πράγματα που σκεφτόμαστε για μας τους ίδιους κι ακολουθούμε αυτή την τακτική θέλοντας να προλάβουμε κάποιον πριν μας προσβάλει. Κάνουμε επίθεση για να μη χρειαστεί να κρατήσουμε άμυνα ή να έρθουμε αντιμέτωποι με την ευάλωτη πλευρά μας. Γιατί πιο εύκολα βρίζεις τον φίλο, παρά του λες ότι τον αγαπάς. Πιο εύκολα κρατάς μούτρα στον σύντροφό σου, παρά του εξηγείς ότι αισθάνεσαι ανεπαρκής ή ανασφαλής. Επιδιώκουμε να φανούμε δυνατοί φορώντας ένα προσωπείο που μόνο κακό κάνει από το να παραδεχθούμε ότι είμαστε άνθρωποι και δεν είμαστε τέλειοι.

Πρέπει να καταλάβουμε ότι προσβάλλοντας τους ανθρώπους που υποτίθεται αγαπάμε και δείχνοντας τον καλύτερό μας εαυτό σε ξένους αποδεικνύουμε πόσο κακή μετάφραση κι επικοινωνία κάνουμε ως προς την αγάπη μας. Δε θα ανέχεται πάντα τα πάντα ο άνθρωπός μας και δεν του αξίζει κιόλας. Έλα στη θέση τους.  Όσο άνετα και να νιώθεις να βγάλεις την κακία σου σε έναν άνθρωπο που ξέρεις ότι θα σε συγχωρέσει, τόσο περισσότερο πρέπει να αναρωτηθείς γιατί έχεις εξ αρχής την ανάγκη να το κάνεις. Γλώσσα η αγάπη, ας τη μιλήσουμε σωστά.

Συντάκτης: Κατερίνα Μάρου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου