Τι σημαίνει διαδηλώνω αν όχι διεκδικώ, επιδιώκω κι υπερασπίζομαι; Και ποιος άλλος τρόπος μπορεί ν’ αποδειχτεί πιο επιτυχημένος απ’ τη συσπείρωση και τον συντονισμό σε μια συχνότητα κοινή που θέλει να κάνει φασαρία;

Ω ναι, είναι αδιανόητα δύσκολο, οριακά αδύνατον να μπορέσεις να ξεχωρίσεις τα πιστεύω σου απ’ την έκφραση των δικαιωμάτων των άλλων. Ανθρώπινο να σου ανέβει το αίμα στο κεφάλι όταν κατασκηνώσουν στο Σύνταγμα νοσταλγοί Μακεδονομάχοι που πιστεύουν ότι η πατρίδα ξεπουλιέται με την «παραχώρηση» μιας λέξης σε μια χώρα, που ήδη όλος ο υπόλοιπος πλανήτης την αποκαλεί έτσι κι εξίσου ανθρώπινο να σου γυρνάει το μάτι με τα pride αν τρέμει το φυλλοκάρδι σου ότι θα παρασυρθεί το τέκνο σου και θα ζηλέψει απ’ τις πολύχρωμες σημαίες και θα πατήσει διακοπτάκι να πει στο ασυνείδητό του «όχι, από σήμερα θα γουστάρεις να χαϊδεύεσαι με άτομα του ίδιου φύλου γιατί είναι pop» αν όντως μέχρι εκεί μπορεί να δει το μυαλό σου. Ο προσδιορισμός «ανθρώπινο» βέβαια και στις μεν και στις δε περιπτώσεις, είτε το γουστάρουμε είτε όχι, δε σημαίνει αναίρεση του δικαιώματος για έκφραση και διαδήλωση.

Πέρα όμως από χάσματα κι ιδεολογικές διαφορές που θα ‘ρθουν ως πυρομαχικά να ερεθίσουν συνειδήσεις και να καλλιεργήσουν τα ένστικτά μας για πόλωση, υπάρχουν κι εκείνες οι περιπτώσεις, που καθόλου λίγες δεν είναι, που θα εναντιωθούν στη διαδήλωση και τους διαδηλωτές απλώς και μόνο επειδή τολμούν να υψώνουν πλακάτ κι αναστήματα ανεξαρτήτως του λόγου. Ακόμη κι αν ο λόγος αυτός πληγώνει και τους ίδιους. Ακόμη κι αν ο στόχος γαληνεύει και τους ίδιους. Ακόμη κι όταν μιλάμε για τα οικονομικά, τα εργασιακά, τα βασικά.

Είναι μόνο η χρόνια οσφυοκαμψία ορισμένων από εμάς, που προσβάλλεται στη θέα κάποιου που επαναστατεί ή και κάτι πιο βαθύ; Γιατί τέτοιο μίσος για τους επαναστάτες; Γιατί τους θεωρούμε γραφικούς, τεμπέληδες ή τσαρλατάνους όσο είναι εν ζωή κι έχουμε την τάση να τους αναγνωρίζουμε τους αγώνες τους μόνο όταν παραδώσουν πνεύμα;

Εύκολο να το κάνεις εικόνα. Είσαι μποτιλιαρισμένος στη Βασιλίσσης Σοφίας ή την Εγνατία. Αν βρέχει κιόλας, τρεις φορές χειρότερα. Κορναρίσματα, χαμός, κάτι τροχονόμοι διακοσμητικοί να δικαιολογούν τον μισθό τους. Σου τηλεφωνούν απ’ τη δουλειά, άργησες, σε ψάχνει ο πελάτης. Δεν προλαβαίνεις να πας σούπερ μάρκετ, θα παραγγείλετε. Αναρωτιέσαι τι στο καλό έχει γίνει, κατεβάζεις το παράθυρο, ρωτάς τον διπλανό οδηγό ή ανάβεις το ραδιόφωνο στα ενημερωτικά. «Πορεία, κάποιοι διαδηλώνουν». Τις πιο πολλές φορές, ούτε που θα ρωτήσεις γιατί. Το ποιοι. Βρίζεις. Αδιαφορείς. Θα το ξεχάσεις μόλις φτάσεις σπίτι σου.

Στις αντιλήψεις οι πορείες και διαδηλώσεις είναι συνυφασμένες με τη λαϊκή τάξη, τρέχα γύρευε τώρα τι σημαίνει λαϊκή και μη λαϊκή τάξη σε μια Ελλάδα με τόσο δυσδιάκριτα όρια και τέτοια εκκωφαντική συλλογική επιείκεια που εξαντλεί την αυστηρότητά της μόνο εκεί που νιώθει ότι μπορεί κι ότι βολεύεται, εκεί δηλαδή που μπορεί να καθησυχάσει τα κόμπλεξ κατωτερότητάς της. Όπως κι αν έχει, πες τον Έλληνα όπως θες, λαϊκό μην τον πεις. Πες τον μεσαίο, έστω και μικρομεσαίο. Παραχώρησέ του έναν τίτλο με τον οποίο να νιώθει προύχοντας κι αν όχι προύχοντας σε σύγκριση με όλους, τουλάχιστον σε σύγκριση με κάποιους. Θα πεθάνει χωρίς τη σύγκριση και τούτο δεν το αντέχει, ασ’ τον να θυμώσει, να νιώσει ζωντανός.

Όσοι μισούν τους διαδηλωτές είναι οι ίδιοι μ’ εκείνους που λατρεύουν τους εξουσιαστές. Σε αυτό το σημείο, είναι ίσως σκόπιμο να δοθεί μια διευκρίνιση. Είναι άλλο να αδιαφορείς, να μη σε αγγίζει ο βραχνάς του διπλανού θεωρώντας πως δε σε αφορά ή ακόμη και το να κρίνεις πορείες κι επαναστάσεις ως ρομαντικά κατάλοιπα μιας άλλης εποχής λιγότερο σύγχρονης και ψηφιακής. Είναι άλλο να νομίζεις ότι οι αγώνες δεν κερδίζονται στους δρόμους κι ότι ο κόσμος πρέπει να εφεύρει νέες μεθόδους πιο αποτελεσματικές για ν’ ακουστεί η φωνή του κι είναι εντελώς άλλο να οργίζεσαι και να αγανακτείς, να σαμποτάρεις τον αγώνα εκείνων που αγωνίζονται και για σένα και να το θεωρείς πολυτελές χάσιμο χρόνου. Στο μίσος αυτό φανερώνεται με υπέρλαμπρες νέον ταμπέλες ένας σαδισμός κι ένας μαζοχισμός- κι απ’ τα δύο τρομακτικότερο είναι το δεύτερο κι ας τείνουμε να χρωματίζουμε τον σαδισμό με μελανότερες αποχρώσεις.

Το τυφλό μίσος προς τη διαδήλωση φανερώνει μια εξίσου τυφλή υποταγή. Πρόκειται για τον ίδιο εκείνο άνθρωπο που θα σπεύσει ν’ απολογηθεί σε οτιδήποτε του χρεώσουν χωρίς να αναλογιστεί αν όντως ορθά κάνουν και του το χρεώνουν. Θα θεωρήσει φυσική κι επόμενη  την -ενδεχόμενη- αγένεια, ίσως κι επιθετικότητα, του αστυνομικού σε μια τυπική διασταύρωση στοιχείων, θα κατέβει να υποδεχτεί το πολιτικό του ίνδαλμα στην περιοδεία στον τόπο του. Όλα αυτά δε θα ‘ταν από μόνα τους τόσο ανησυχητικά αν μεσολαβούσε κάπου ο παράγοντας της κρίσης. Αν ο άνθρωπος αυτός έκρινε, αναρωτιόταν, αν πού και πού απορούσε. Και προφανώς αυτές οι παραχωρήσεις δεν εξαντλούνται μόνο σε όσα κι όσους λογίζονται ως «αντικειμενική εξουσία» μα επεκτείνονται και σε άλλα πεδία του κάθε μέρα.

Είναι εκείνος ο ίδιος άνθρωπος που θα σε προτρέψει να σωπάσεις όταν μια κατάφωρη αδικία γίνεται εις βάρος σου. Που θα σου πει να σκεφτείς τα παιδιά και να παρατείνεις την παραμονή σου σε μια δυσλειτουργική σχέση. Να κάνεις υπομονή. Να κάνεις τα χατίρια του συντρόφου, του γονέα, του εργοδότη. Να κάνεις τα χατίρια γενικώς. Να μην αντιδράς. Να σωπάσεις. Να γίνεις σαν αυτόν. Να ‘χει παρέα στη φυλακή και την ελπίδα. Διότι αυτοί οι άνθρωποι κάπου βαθιά ελπίζουν την αποφυλάκισή τους- μια αποφυλάκιση που θα ρθει γιατί έδειξαν διαγωγή κοσμιοτάτη, μια αποφυλάκιση με δάφνες, τυμπανοκρουσίες και την μπάντα του δήμου να τις συνοδεύει. Μια αποφυλάκιση για την οποία δε θα χρειαστεί να κοπιάσουν διόλου. Κι όσο αυτή δείχνει να καθυστερεί θέλουν κι άλλους στο κελί, γιατί κακά τα ψέματα, εδώ που τα λέμε το κελί δεν παλεύεται χωρίς παρέα κι ας μην πρόκειται για την πιο ευχάριστη παρέα. Ο σκοπός είναι να πληθύνουμε, να μη νιώθουμε μόνοι στην υποταγή και την τεμπελιά μας, γιατί προφανώς και πρόκειται περί τεμπελιάς.

Κι εκείνοι οι άλλοι, που δεν είναι τεμπέληδες, που θα κλείσουν Βασιλίσσης Σοφίας κι Εγνατία και θα φρακάρουν οι δρόμοι και δε θα μπορέσουμε να πάμε στις δουλειές μας, θα προβάλουμε επάνω τους όλες τις αδυναμίες μας. Θα γίνουν αυτοί οι τεμπελχανάδες, οι παραβατικοί, οι αιθεροβάμονες. Γιατί δεν κάθεσαι άνθρωπέ μου στο κελάκι σου; Γιατί έρχεσαι να μου θυμίσεις ότι όσο καλοβαμμένο κι αν το ‘χω το δικό μου έχει θέα σ’ ένα κλιμακοστάσιο; Άσε με εκεί ν’ αγναντεύω και να ονειρεύομαι ωκεανούς, μη μου χαλάς την παραίσθησή μου. Άντε γαμήσου κι εσύ κι ο γρύλος σου.

Το μίσος για τους διαδηλωτές είναι μίσος για την ελευθερία. Μα αυτό είναι μίσος δύσκολα παραδεχόμενο. Ίσως βρούμε κάποτε το σθένος να το πούμε με το αληθινό όνομά του.

Συντάκτης: Κατερίνα Κεχαγιά