Τις προάλλες καθόμουν με δύο φίλους και συζητούσαμε. Φλέγον και πρωτότυπο (#not) θέμα συζήτησης ήταν το ότι τα ερωτικά συναισθήματα της φίλης μου προς το άτομο του ενδιαφέροντός της δε βρίσκουν, καιρό τώρα, ανταπόκριση. Οπότe σπεύδουμε εμείς ως κολλητοί και φυσικά παθόντες και οι ίδιοι, να πούμε τα γνωστά και τετριμμένα. Ότι δηλαδή δεν ήταν το άτομο αυτό για σένα, πως όλα για κάποιο λόγο γίνονται, ότι κάτι καλύτερο θα ‘ρθει στο μέλλον, όταν θα είναι αμοιβαίο θα το καταλάβεις, δεν μπορείς να κάνεις κάποιον ν’ αλλάξει γνώμη και διάφορα τέτοια (συμπληρώστε ελεύθερα).

Κανένα απ’ αυτά όμως δε βοηθά ουσιαστικά. Διότι κανένα απ’ αυτά δεν παρεμβαίνει στη φανταστική -τόσο υπό την έννοια της φαντασίας όσο και της τελειότητας- εικόνα του μέλλοντος. Την οποία το άτομο έχει ήδη δημιουργήσει στο μυαλό του, έχει ωραιοποιήσει όσο δεν πάει και πορεύεται μ’ αυτή ως ένα δεδομένο τελικό αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως τρόπου έναρξης.

Το θέμα είναι πως ό,τι κι αν λεχθεί, ο ερωτοχτυπημένος εξακολουθεί να έχει την ελπίδα πως αν κάνει το οτιδήποτε, αν εμμένει, αν υπομένει, κι ο άλλος ενδιαφερθεί επιτέλους σε κάποια φάση, πως και η εξέλιξη της όποιας σχέσης τους θα είναι όπως τη φαντάζεται. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς εδώ. Αφού δε θα είναι. Χρειάζεται αυτό που θα πούμε, να την αλλοιώνει, να της δίνει ένα άλλο λιγότερο θελκτικό τέλος ώστε να ταρακουνήσει και το άτομο. Σε κάποια φάση λοιπόν, ο φίλος μου είπε κάτι που έδωσε στο μυαλό μου τροφή για σκέψη και που ομολογουμένως δεν είχα χρησιμοποιήσει προηγουμένως ως «παρηγορητικό». «Ακόμη κι αν θελήσει και δοκιμάσει να είναι μαζί σου, θα είσαι το why not του· δε θα είσαι ποτέ το hell yeah! του. Αυτό θες;».

 

 

Τι εννοεί μ’ αυτό; Όταν ο άλλος δεν ενδιαφέρεται από την αρχή, κάποιους λόγους θα έχει. Μπορεί να μην μπορούμε να τους καταλάβουμε, αλλά ένα είναι το σίγουρο, ότι υπάρχουν. Διότι αν δεν υπήρχαν, το σενάριο θα εξελισσόταν διαφορετικά από την αρχή. Όσο εμείς εμμένουμε και γυροφέρνουμε το άτομο με μια ύστατη πάντα ελπίδα, μπορεί εν τέλει όντως να αυξήσουμε τις πιθανότητές και να δώσει την πολυπόθητη προσοχή. Η δυναμική όμως είναι διαφορετική κι όχι υπέρ μας, από την αρχή της κατάστασης. Δηλαδή, ακόμη κι αν ενδιαφερθεί, κατά πάσα πιθανότητα θα είναι επειδή είμαστε ήδη εκεί διαθέσιμοι. Επειδή έχουμε κάνει αισθητή την παρουσία μας, επειδή έχουμε δείξει τα αισθήματά μας, επειδή ξέρει πώς νιώθουμε, επειδή σε κάποιο επίπεδο του αρέσουμε ως προσωπικότητες για να μας κάνει άλλωστε και παρέα, κι αν δεν παίζει και τίποτε άλλο εκείνο τον καιρό, άνθρωπος είναι κι αυτός, μπορεί να σκεφτεί «Μωρέ λες; Why not?».

Τώρα, το ενδιαφέρον το οποίο θα δείξει κάτω από τέτοιο σκεπτικό, εμάς αρχικά θα μας χαροποιήσει, γιατί είναι αυτό που λαχταρούσαμε από την πρώτη στιγμή. Υπάρχει μια βασική διαφορά όμως. Ότι εμείς βρισκόμαστε ήδη στο 100% του θέλω (αν δεν το ‘χουμε δηλαδή ξεπεράσει), ενώ ο άλλος μόλις εισέρχεται του 1%, τo why not που λέγαμε. Οπόταν μιλάμε για μια ζυγαριά επιθυμιών και συναισθημάτων -αν μπορούμε να τα βάλουμε κι αυτά στην εξίσωση- που δεν ισοζυγά με τίποτα. Όπου η μια πλευρά είναι ήδη εκεί, έτοιμη από καιρό να δώσει τα πάντα και περιμένει να πάρει κάτι αντίστοιχο, αλλά ο άλλος είναι χαλαρός και χλιαρός. Διότι η δική του εκκίνηση είναι διαφορετική. Η συνθήκη με την οποία μπήκε σ’ αυτή τη διαδικασία είναι αλλιώτικη. Πιο απλά, μπήκε με το κούντημα.

Δε σημαίνει πως κοροϊδεύει. Αλλά αυτό το «θέλω» θα έχει άλλη ερμηνεία. Θα έρθει μ’ έναν αστερίσκο για υποσημείωση. Δε θα είναι το θέλω το δικό μας, αυτό το αρχικό, το γεμάτο πάθος, σιγουριά, λαχτάρα, ανυπομονησία, ένταση. Το θέλω τύπου «εδώ και τώρα», το θέλω τύπου «δεν μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι». Θα είναι το θέλω το οποίο ακολουθεί ένα άηχο «να δοκιμάσω πού θα με βγάλει αυτό και πώς νιώθω». Διότι αν ήταν το ίδιο το θέλω το δικό μας, θα ήμασταν ήδη σε σχέση και δε θα κάναμε τώρα τη συζήτηση αυτή.

Σίγουρα υπάρχουν και η εξαιρέσεις όπου αυτό λειτουργεί. Πάντα υπάρχουν άλλωστε. Όπου το άτομο που αρχικά δεν έδειχνε ενδιαφέρον, έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα δείχνει και είναι αυθεντικό, αλλά δεν είναι η συνηθισμένη περίπτωση. Ο κανόνας τέτοιων καταστάσεων λέει πως όταν ο άλλος δείξει ενδιαφέρον σε κατοπινό στάδιο, μετά από επιμονή του άλλου, τα αισθήματα και ο τρόπος του θα είναι πιο μειωμένα.

Και μ’ αυτό ως γνώμονα, μεταφερόμαστε και στο σενάριο της σχέσης την οποία έχει το άτομο στο μυαλό του. Μπορεί στην αρχή λόγω ενθουσιασμού, να μην το αντιληφθεί με την πρώτη. Αλλά σταδιακά  θα μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ του «σε θέλω επειδή σε θέλω», και του «σε θέλω επειδή με ήθελες και είπα να δοκιμάσω». Δε θα λαμβάνει το πάθος που φανταζόταν. Δε θα λαμβάνει την προσοχή που το σενάριό του εμπεριείχε. Δε θα έχει δίπλα του ένα άτομο που να είναι 100% εκεί. Κι αυτό από ένα σημείο κι έπειτα θα αρχίσει λογικά να τον εκνευρίζει και να τον ξενερώνει. Διότι πέρα του να δίνει, θέλει και να παίρνει. Κι αυτό που παίρνει δεν είναι αυτό που ήθελε κι ανέμενε.

Έπειτα, ίσως και να αρχίσει να μπαίνει στο τριπάκι να διερωτάται κατά πόσο ο άλλος εισήλθε σ’ αυτή τη σχέση επειδή ήθελε πραγματικά ή επειδή δεν είχε κάτι άλλο καλύτερο εκείνη την περίοδο. Επειδή ήταν ο ίδιος δεδομένος εκεί, είχε προσφέρει τον εαυτό του και ο άλλος δεν είχε τίποτα να χάσει. Επειδή νοιάζεται γι’ αυτόν και του κάνει χάρη. Πόσο θετικές είναι αλήθεια τέτοιες σκέψεις κι έγνοιες; Πόσο καλά μπορέι να νιώθει κανείς για τον εαυτό του κάνοντάς τες; Πόσο δίκαιο να αμφισβητεί έτσι την αξία και τον εαυτό του;

Αξίζει κανείς να προβληματίζεται και να διερωτάται γιατί κάποιος είναι μαζί του; Στην τελική τέτοιες σκέψεις καταλήγουν να φθείρουν τη μεταξύ τους κατάσταση. Θα υπάρχει πάντα μια αόρατη μεμβράνη μεταξύ των δύο, που εμποδίζει την αληθινή κι άμεση, απόλυτη επαφή, ταύτιση, ελευθερία κι άνεση. Και κάπου εκεί θα αντιληφθεί πως το ζητούμενο δεν ήταν απλά να «καταφέρει» το άλλο άτομο να θέλει, το ζητούμενο είναι να θέλει από μόνο του από την αρχή.

Καθένας αξίζει έναν έρωτα και μια σχέση γεμάτα πάθος κι αμοιβαία αισθήματα. Όχι μετριότητες, όχι χλιαρά, όχι χάρες κι αμφισβήτηση. Δεν είναι αυτά που επιθυμεί κάποιος σε μια σχέση, ιδίως στα αρχικά της στάδια. Άρα όταν ο άλλος δεν ενδιαφέρεται από την αρχή, το πιο εύκολο πράγμα που χρειάζεται να υπενθυμίζεται συχνά στον εαυτό, είναι πως ακόμη κι αν κάνουμε τον άλλο να θέλει, δε θα έχει ποτέ την ίδια ένταση και σημασία με το να το ήθελε αυθόρμητα από μόνος του. Δε θα μας διεκδικήσει με τον ίδιο τρόπο. Δύσκολα θα μας δει ως κάτι που ήθελε κι επιδίωξε να κατακτήσει, όσο κτητικό κι αν αυτό ακούγεται. Κι αυτά τα δεδομένα, δεν ταυτίζονται καθόλου με τις προσδοκίες, τα θέλω και την αξία μας ως ερωτευμένοι άνθρωποι.

Η φαντασία μας φυσικά μπορεί να γίνει πραγματικότητα.  Μπορούμε να εισπράξουμε, να ζήσουμε αυτά που το μυαλό δημιουργεί, αλλά μπορούμε μόνο από άτομα που θέλουν εξίσου μ’ εμάς ευθύς εξαρχής. Όχι από άτομα που από δικό μας πείσμα κι επιμονή καταφέραμε να τραβήξουμε την ερωτική προσοχή τους. Αξίζουμε να έχουμε δίπλα μας κάποιον που πλησίασε με το σκεπτικό του hell yeah!, κι όχι κάποιον που μας προσέγγισε μ’ ένα why not κατά νου.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου