Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη (10 Μαρτίου 1925 –  23 Ιουνίου 2005) γίνεται ένας απ’ τους πιο ιδιαίτερους κοινωνικά ηθικά και συναισθηματικά ποιητές της μεταπολεμικής περιόδους. Με σπουδές στην ιατρική, τις οποίες ολοκληρώνει μετ’ εμποδίων μετά την απελευθέρωσή του και διακεκριμένη πολιτική αφύπνιση που διέρχεται μέσα από τρικυμίες και τιμωρίες που ανακόπτουν τη δράση του, δημοσιεύει  απερίσπαστος μολαταύτα, το 1942 για πρώτη φορά στα πειραϊκά γράμματα, ενώ μετά σχεδόν από 44 έτη του απονέμεται το Βραβείο ποίησης για το έργο του. Διαφαίνεται ως ένας αεικίνητος ερωτικός ποιητής, ενώ αρκετοί  συνθέτες -μέσα σ’ αυτούς ο Μικρούτσικος κι ο Θεοδωράκης- μελοποιούν τους στίχους του.

Με την προεξάρχουσα συναισθηματική κι αντιστασιακή του πένα και τη μεταρρυθμιστική ιδεολογία του, επιτυγχάνει να μην αναμασά κομματικά τσιτάτα κι αποστρέφεται όσους ύπουλα πουλάνε μέσα από πολιτική σκοπιμότητα, με αποτέλεσμα έτσι να γίνει γρήγορα κόκκινο πανί για την εξουσία. Ο μεστός κι οξυδερκής χαρακτήρας του, γίνεται η αιτία να γεννηθεί μια μακρά φιλιά που επιβιώνει με αλληλογραφίες κατά τη φυλάκισή του, με τον Χριστιανόπουλο, ο οποίος δημοσιεύει τη μελέτη του σαν απονομή τιμής στο πρόσωπό του στο περιοδικό «διαγώνιος», μετά τον θάνατό του.

Ο Αναγνωστάκης δεν έκανε τεμενάδες σε κανέναν, καθώς ως ποιητής που γεφύρωνε τη βιωματική- συναισθηματική  ποίηση με την επαναστατική φιλοσοφία, διέθετε το γνήσιο στοιχείο της ταπεινότητας. Δομείται με τα χρόνια σαν αρνητής της πομπώδους ιδεολογίας ζωής κι έτσι πρακτικός και ρεαλιστής, απεχθάνεται τον στόμφο. Όπως δήλωσε σε μια συνέντευξή του, μισεί το κόμπλεξ ύφους αφού το θεωρεί μια κραυγή αυτοβοήθειας για τις ενοχές που φέρουν, όσοι δε βίωσαν και δεν πραγμάτωσαν τα απωθημένα τους όπως τα πόθησαν. Αναζήτησε να ξαναγραφτεί η ιστορία του αλληλοσπαραγμού χωρίς παραποιήσεις, ύμνησε τη εντιμότητα κι ονειρεύτηκε μια παιδεία που δίνει χώρο στην αλήθεια ν’ αναπτυχθεί ελεύθερα, χωρίς μουτζούρες κι επιμέλειες.

Ο Αναγνωστάκης με τη σαρκαστική του κοφτερή πένα, το 1953 στο «ήρθες όταν εγώ», εξύμνησε τον έρωτα που γεννιέται με αντιφατική τη μυρωδιά του θανάτου και της επιβίωσης, υπό τον ίσκιο του θρήνου της αρρώστιας και της εξαθλίωσης. Για τον Αναγνωστάκη ο έρωτας δεν υπολογίζει την ώρα να γεννηθεί και στη δημιουργία του πάνω, φωτίζει άθελά του την αντίθεση της ζωής με τις χαρές της απέναντι στον θάνατο, καθώς, όπως φαίνεται, η εξαθλίωση κι η λαχτάρα της ψυχής και της σάρκας, είναι δυνατόν στη ζωή να κινούνται παράλληλα.

 

Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ’ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα.

 

Το ποίημα του «θα έρθει μια μέρα», βρίσκει τον Αναγνωστάκη να ψελλίζει τον φόβο του για το τέλος και το αδιέξοδο της ερωτικής σύνδεσής του, καθώς αυτή διέρχεται μέσα από τη λήθη και την ανία κι αποζητά ενοχικά την αποξένωση μετά από τόσα χρόνια συνύπαρξης με το άλλο του μισό, καθώς ο κορεσμός τού δίνει το εισιτήριο της αναχώρησης. Η φθορά είναι σαφέστατα αναπόφευκτη κι αυτό ο Αναγνωστάκης το εξομολογείται με απαισιόδοξες νότες.

 

Θά ’ρθει μια μέρα που δε θα ’χουμε πια τι να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει: Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να σ’ το πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

 

Στο «η αγάπη είναι ο φόβος», ο Αναγνωστάκης ερμηνεύει τον έρωτα με τα μάτια ενός λογικού, αποδίδοντάς τον σε μια προσπάθεια ενδόμυχη, ίσως ασυναίσθητη, του ανθρώπου να ξεχάσει τον όλεθρο και τον θρήνο, απασχολώντας τον νου με το να νιώθει ευχάριστα συναισθήματα όπως η αγάπη. Η βίωση του έρωτα, σύμφωνα με τον ποιητή ισοδυναμεί με ένα φτηνό κόλπο κι ένα ξεγέλασμα αθέλητο του ανθρώπου, σαν σανίδα σωτηρίας για τη αποφυγή δυσάρεστων συναισθημάτων. Μια μέρα όλο αυτό κατακρημνίζεται, στο σημείο που ο ρεαλισμός κι η πίκρα της ζωής αποκαλύπτουν, ότι κανένας έρωτας δε θα ισοσταθμίσει το βάρος των ασυγχώρητων που έγιναν απέναντι στον άνθρωπο.

 

Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.
Όταν υπόταξαν τις μέρες μας και τις κρεμάσανε σα δάκρυα
Όταν μαζί τους πεθάνανε σε μιαν οικτρή παραμόρφωση
Τα τελευταία μας σχήματα των παιδικών αισθημάτων
Και τί κρατά τάχα το χέρι που οι άνθρωποι δίνουν;

 

Για τον Αναγνωστάκη είναι μια άγκυρα ο έρωτας, που σηκώνει το βάρος των οδυνηρών στιγμών με ημερομηνία λήξης . Ξανά αντιμέτωπος με τον ρεαλισμό και μέσα από παραστατικές περιγραφές κι αντιθέσεις, σε απολογητικό τόνο, καταφέρνει στους «νικημένους», να εξομολογηθεί την αβεβαιότητα αυτού που είναι διχασμένος ανάμεσα στην παραμονή σε μια σχέση ζωής και τον χωρισμό. Ο ποιητής, κινείται ανάμεσα στην έξοδο από μια σχέση που έκανε προ πολλού τον κύκλο της και στην πεποίθηση πως ακόμη μένουν γράμματα στο συρτάρι της ζωής, που πρέπει να ολοκληρωθούν με δύο υπογραφές, στο κάτω μέρος των δύο συμβαλλομένων μερών του έρωτα.

 

Νοσταλγούσαμε τόσο να χαρίσουμε τις αβέβαιες πλάνες μας στ’ όνειρο
Όμως ποιός δε λογάριασε τα λευκά καλοκαίρια που πληγώσαν τα χρόνια μας
Ποιός δεν επίστεψε πως δεν είχαμε ακόμα πληρώσει το χρέος μας ολάκερο
Και βρίσκουμε την κρίσιμη τούτη στιγμή αιχμάλωτους όρκους στη νιότη μας, αισθήματα πιο πλούσια από τ’ άναμμα της σάρκας.

 

Λίγες δεν ήταν και οι φορές που ο ποιητής μίλησε μέσα από ρεαλιστικές αμοντάριστες περιγραφές, για το πρόσωπο του πολέμου. Στο «ήταν άνθρωποι», μεταφέρει τις εμπειρίες του στον αναγνώστη μέσα από τα μάτια του, όπως τις βίωσε και τις αισθάνθηκε, περιγράφοντας τις βιαιοπραγίες του πολέμου με σκηνές ώμου ρεαλισμού.

 

Κι οι άλλοι πουλούσαν τα μάτια τους
Κι οι άλλοι τούς κλέβαν τα δόντια τους
Κι αυτοί κλειδώναν τα μάτια τους
Κι αυτοί καρφώναν τα δόντια τους
Γυρίζοντας στον τοίχο τους καθρέφτες.

 

Εν αντιθέσει με το προηγούμενο ποίημα, στη «αφιέρωση» με οπτιμιστική χροιά ανακούφισης κι ελπίδας, αφότου καταλάγιασε ο πόνος, ο Αναγνωστάκης μιλάει για τις όμορφες στιγμές που επέζησαν του πολέμου, για τα παιδιά που μεγάλωσαν κι όσους γύρισαν πίσω από τα συντρίμμια ξανά στη ζωή, όμως στο τέλος αφήνει μια νότα χαρμολύπης, για να ακουμπήσει το στίγμα του στα γραφόμενά του.

 

Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν
Για το σπίτι που χτίστηκε
Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν
Για τα πλοία που άραξαν
Για τη μάχη που κερδήθηκε
Για τον άσωτο που επέστρεψε
Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια.

 

Αξιοσημείωτο ερωτικό απόφθεγμα, σαν επίγευση απ’ τα έργα του ποιητή, η θεώρηση ότι «Όταν σε απογοητεύει ένας άνθρωπος μην το αναλύεις πολύ, δεν έφταιγε ο ίδιος. Τόσος ήταν.». Μότο ζωής, που υπενθυμίζει σε όλους μας πως το πώς μας μεταχειρίζονται οι άνθρωποι, εξαρτάται από την τιμή που εκείνοι βάζουν στον εαυτό τους.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Ελένη Χριστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου