Η ανθρώπινη ψυχολογία είναι από τη φύση της αρκετά απρόβλεπτη και οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής στρεσογόνες. Όπως είναι φυσικό,  καμιά φορά αποδεικνύονται κομματάκι βαριές για έναν άνθρωπο που μπορεί να είναι αδύνατο να σηκώσει το βάρος της εξέλιξης μιας κατάστασης μόνος του. Έτσι, γύρω μας, τα «κρούσματα» αυτών που νοσούν και χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη για να τα καταφέρουν ακόμα και στις πιο απλές καθημερινές δυσκολίες, αυξάνονται.

Συχνά δε, η πληθώρα των χειριστικών ατόμων γύρω μας είναι τόσο μεγάλη που κανείς ωθείται σε μονοπάτια ψυχικής κατάρρευσης και θέλει άμεσα βοήθεια. Ο αντίκτυπος που έχουν όλα αυτά στη ζωή κάποιου, μπορεί να είναι πολυποίκιλος ενώ διάφορες σκέψεις κυριαρχούν στον νου του, από το να θέλει να παραιτηθεί κόντρα στην ίδια του την επιβίωση, μέχρι το να δυσκολεύεται να φέρεις εις πέρας την καθημερινότητά του.

Πολυάριθμες είναι και οι περιπτώσεις ανθρώπων που παλεύουν κάθε μέρα, φορώντας τη μάσκα της ομοιογένειας, παίζοντας θέατρο και δίνοντας την εντύπωση των ευτυχισμένων και ολοκληρωμένων ανθρώπων. Η ίδια η ζωή μάς δείχνει, έξαλλου, ότι κανείς δύσκολα θα μιλήσει ανοιχτά για την εύθραυστη ψυχολογία του, καθώς οι άνθρωποι ως επί το πλείστων σπάνια νοιάζονται πράγματι για τους άλλους σε βάθος.

Κάποιος που για δικούς του προσωπικούς λόγους περνάει επεισόδια κατάθλιψης, άθελά του μπορεί να εγκλωβίσει τον σύντροφό του σε έναν φαύλο κύκλο μιας σχέσης με πολλά προβλήματα. Γνωρίζουμε, άλλωστε, πως είναι πιο εύκολο να φορέσεις μια μάσκα σε ένα πρόβλημα, παρά να το θεραπεύσεις. Συνήθως οι επιπτώσεις αυτής της συμπεριφοράς είναι να υποφέρει και ο σύντροφος ενός ατόμου με κατάθλιψη, αφού δυσκολεύεται να κατανοήσει πως αυτό το πρόβλημα αλλάζει την ποιότητα σκέψης και ζωής αυτού που αγαπά -ενώ η ανασφάλεια ότι κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπό του μπορεί να του κόψει τα πόδια.

Όπως φαίνεται, η κατάθλιψη δεν έχει υλική διάσταση και δε βιώνεται με τον ίδιο τρόπο από όλους, ούτε είναι εύκολα ορατή από κάποιον που δεν την έχει δει σε μέρες που εκείνη βγάζει τα δόντια της. Η σύγχυση, ωστόσο, που βιώνει το ταίρι ενός ανθρώπου με κατάθλιψη είναι μεγάλη, καθώς δεν μπορεί να δει μέσα από τα μάτια αυτού που αγαπά και έτσι δεν ξέρει πώς να οχυρωθεί, ώστε να βοηθήσει τον σύντροφό του. Παράλληλα, κάποιος που είναι μαζί με έναν άνθρωπο που νοσεί ψυχικά, χάνει και τη δική του αυτοπεποίθηση γιατί αποτυγχάνει να σκοτώσει τις αρνητικές σκέψεις, που ο σύντροφός του βιώνει και του μεταδίδει. Έτσι, νιώθει συχνά ανεπαρκής και αμφιβάλλει στη σχέση.

Κάποιες μέρες ένας σύντροφος μπορεί να νιώθει ανεπιθύμητος και κουρασμένος, λόγω του ότι δεν εξασφαλίζει τον χρόνο και την αγάπη του συντρόφου του στο επίπεδο που επιθυμεί. Βέβαια, ένας άνθρωπος με κατάθλιψη τείνει να έχει χαμηλά επίπεδα ενέργειας και ανάγκης για κοινωνική συμπεριφορά, οπότε υπάρχουν μέρες που περιορίζεται στα απολύτως βασικά και δυσκολεύεται να εκφραστεί συναισθηματικά σε τρίτους. Έτσι, κατανοούμε ότι το βάρος του να αντέξει κανείς να βλέπει αυτόν που αγαπά σε βαθιά νερά είναι μεγάλο και η πίεση συνήθως εξαντλητική. Από την άλλη, η έλλειψη φυσικής επαφής ή η παραμέληση αυτής, βάζει συχνά στο μυαλό του ψυχικά υγιούς συντρόφου ιδέες ότι το ταίρι του βαρέθηκε ή αδιαφορεί. Στην πραγματικότητα, όμως, ο σύντροφός με κατάθλιψη αποσύρεται και εστιάζει μόνο σε ελάχιστα πράγματα που είναι συνήθως αναγκαία για την επιβίωσή του.

Κάτι ακόμα το οποίο κανείς δε συζητά εύκολα, είναι το σοβαρό σημείο της εξάντλησης (burn out) του συντρόφου που προσπαθεί να στηρίξει το άτομο με κατάθλιψη. Κι όταν συμβαίνει αυτό συνδυαστικά μ’ όλα τα υπόλοιπα, οι σύντροφοι σιγά-σιγά δεν έχουν την επικοινωνία που είχαν, οδηγούνται στην αποξένωση και στις συχνές πλέον παρεξηγήσεις, αφού τώρα πια μιλάνε «άλλη γλώσσα», κι αντιμετωπίζουν κι οι δυο μια δύσκολη κατάσταση. Παράλληλα, η εμπιστοσύνη φαίνεται να χάνεται, αφού κάποιος με κατάθλιψη συχνά έχει μειωμένη αυτοπεποίθηση και πίστη στον εαυτό του και έτσι η ανασφάλεια κερδίζει χώρο και νιώθει ότι κινδυνεύει από μια δυνητική απιστία.

Μια ψυχική νόσος αλλοιώνει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής, ενώ η πληθώρα των οικιακών εργασιών και των ευθυνών βαραίνει κυρίως τον έναν και δεν υπάρχει καλή ισορροπία ανάμεσα στον καταμερισμό των υποχρεώσεων. Είναι επόμενο, λοιπόν, η επικοινωνία να γίνεται δύσκολη και η ανασφάλεια να κερδίζει τόπο. Για να διορθωθούν όλα αυτά, το μόνο σίγουρο είναι πως απαιτείται η βοήθεια ειδικού αλλά και η θέληση του ζευγαριού να προσπαθήσει ξανά και να πετύχει πραγματική επικοινωνία.

Συντάκτης: Ελένη Χριστοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.