Δεν είναι εύκολο να ακούς τέτοιες καταθέσεις. Πόσο μάλλον όταν γνωρίζεις ότι για κάθε φωνή που σπάει τη σιωπή της, υπήρξαν χρόνια σιωπής, ενοχής, ντροπής και φόβου. Στη δίκη του Πέτρου Φιλιππίδη που συνεχίζεται, χθες, Δευτέρα 20 Μαΐου, οι καταγγέλλουσες πήραν ξανά τον λόγο μέσα από την ανάγνωση των 21 καταγγελιών που είχαν κατατεθεί στο Πειθαρχικό του ΣΕΗ.

Μία από αυτές, όμως, κόβει την ανάσα. Όχι μόνο για το τι περιγράφει, αλλά για το πώς το περιγράφει. Για το πώς ένας άνθρωπος κουβαλούσε 30 χρόνια μια εμπειρία που διέλυσε την ψυχή, το σώμα και το μέλλον του.

«Ήταν Απρίλιος του ’95», γράφει η καταγγέλλουσα. Εκείνη, μια νέα ηθοποιός με όνειρα, κλήθηκε στο σπίτι του Πέτρου Φιλιππίδη για να συζητήσουν για δουλειά. Ήξερε ότι είναι παντρεμένος και της είχε πει πως θα είναι και η γυναίκα του εκεί. Γι’ αυτό και ένιωσε ασφαλής. Γιατί, ξέρεις, στην αρχή πάντα νιώθεις ασφαλής. Μέχρι να μην είσαι.

Ο Φιλιππίδης την πήγε στο γραφείο, ακριβώς δίπλα στην είσοδο. Κλείδωσε την πόρτα, «για να έχουν ησυχία», όπως είπε. Στην αρχή ήταν ευγενικός, φιλικός. Αλλά πολύ γρήγορα η συζήτηση άλλαξε τροπή. Προσωπικές ερωτήσεις, πονηρά υπονοούμενα, πίεση. Όταν εκείνη ζήτησε να φύγει, ένιωσε ότι το “όχι” της δεν είχε καμία απολύτως σημασία.

«Με έπιασε από τα μαλλιά, μετά από τον λαιμό. Μου κατέβασε το εσώρουχο και εκείνος το δικό του. Με βίασε. Εγώ έκλαιγα, φώναζα. Κι εκείνος μου έλεγε: “Σταμάτα να κλαις, μην είσαι κομπλεξική”», αναφέρει το κείμενο.

Ήταν ένα σοκ που δεν τελείωσε όταν η πόρτα ξεκλειδώθηκε. Ο Φιλιππίδης, όπως περιγράφεται, της έκανε νόημα να φύγει και την απείλησε ξεκάθαρα: «Αν το πεις πουθενά, θα σε καταστρέψω». Κι εκείνη έφυγε. Όχι μόνο από το σπίτι, αλλά από τη χώρα, από το επάγγελμα, από ό,τι αγαπούσε.

«Κατέληξα στον Καναδά. Έφυγα από την χώρα. Ακόμη και από τον χώρο του θεάτρου που τόσο λάτρεψα. Η επιλογή μου να μην μιλήσω τελικά ήταν αυτό που με κατέστρεψε», καταλήγει.

Είναι από εκείνες τις αφηγήσεις που νιώθεις το βάρος τους στο στήθος σου. Γιατί δεν μιλάμε για “μία ακόμη καταγγελία”, αλλά για μία ζωή που εκτροχιάστηκε, μία καριέρα που δεν υπήρξε ποτέ, έναν άνθρωπο που έζησε μισός από φόβο.

Ο δικηγόρος των καταγγελλουσών, Αλέξανδρος Μίντζιας, σχολίασε πως η συγκεκριμένη υπόθεση έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις άλλες: η κλειδωμένη πόρτα, η ξαφνική αλλαγή συμπεριφοράς, οι ίδιες χυδαίες φράσεις. «Καταλαβαίνουμε ότι ο τρόπος που συμπεριφερόταν ο κατηγορούμενος είναι συγκεκριμένος», είπε.

Κατά τη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης, αναγνώστηκαν επίσης οι καταγγελίες των ηθοποιών Άννας Μαρίας Παπαχαραλάμπους και Πηνελόπης Αναστασοπούλου, που έχουν κατατεθεί στο Πειθαρχικό του ΣΕΗ.

Η δίκη συνεχίζεται, αλλά κάθε μέρα που περνά γίνεται ολοένα και πιο φανερό πως αυτή δεν είναι απλώς η δίκη ενός ανθρώπου. Είναι η αποκατάσταση όλων εκείνων των “ανείπωτων” που τελικά ειπώθηκαν. Όλων των “όχι” που δεν έγιναν σεβαστά. Όλων των γυναικών που σιώπησαν για να προστατέψουν την καριέρα τους, την οικογένειά τους, τον εαυτό τους. Κι αυτό δεν είναι απλώς δικαιοσύνη. Είναι λύτρωση.