Κάποια στιγμή, μέσα σου, σίγουρα ένιωθες υποχρεωμένος να εξηγείς τα πάντα. Τα “γιατί” σου, τα “πώς” σου, τις σιωπές σου. Να απολογείσαι για τις ευαισθησίες σου, για τις εκρήξεις σου, για τα σημεία που μαλάκωνες και για εκείνα που ξαφνικά σε σκλήραιναν. Για τα βράδια που έμενες ξύπνιος και έστελνες αστεία βίντεο, για τις διπολικές προτιμήσεις σου στη μουσική. Για τον αυθορμητισμό σου, για τις φορές που έκανες σαν χαζός απλά για να τους δεις να χαμογελάνε. Ενώ το μόνο που ήθελες στην πραγματικότητα ήταν απλά να σε καταλάβουν. Να σε δουν όπως εσύ ήξερες πως είσαι: πολύπλοκος, αλλά αληθινός.

Τότε όμως δεν ήξερες πως όσο πιο πολύ παλεύεις να εξηγηθείς, τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από εσένα. Στην αρχή, μοιάζει με ανάγκη επικοινωνίας. Λες: “Δεν θέλω να παρεξηγηθώ”. Μετά όμως γίνεται μόνιμος αγώνας. Γίνεσαι ένας άνθρωπος που μαθαίνει να ζει μέσα από την οπτική των άλλων. Που σκέφτεται λίγο περισσότερο πριν μιλήσει — όχι από ευγένεια, αλλά από φόβο. Μην τον παρεξηγήσουν. Μην τον πουν δύσκολο. Μην τον θεωρήσουν υπερβολικό, ψυχρό, κολλημένο στο παρελθόν. Σκέφτεσαι τις λέξεις σου, τις κινήσεις σου, ακόμα και τον τρόπο που στέκεσαι. Προσπαθείς να γίνεις αρεστός για να μην είσαι στο περιθώριο. Προσπαθείς να ταιριάξεις στο πλήθος, επειδή σε κάνουν να πιστεύεις πως αν δεν ανήκεις εσύ, θα σε έχουν απέναντι. Σε χειραγωγούν αναγκαστικά για να ταιριάξεις. Κι εσύ νομίζεις ότι δεν μπορείς να έρθεις αντιμέτωπός τους.

Έρχεται όμως μια ημέρα — χωρίς να ξέρεις αν είναι μετά από πόνο, απώλεια ή απλά ωριμότητα — που κουράζεσαι. Σταματάς να σηκώνεις το φορτίο της εξήγησης. Όχι από αδιαφορία, αλλά από αγάπη προς τον εαυτό σου. Γιατί πλέον καταλαβαίνεις πως όποιος θέλει να σε νιώσει, σε νιώθει και με μια σιωπή σου. Και όποιος έχει ήδη αποφασίσει πώς σε βλέπει, θα στρεβλώσει κάθε εξήγηση για να επιβεβαιώσει την εικόνα που έχει πλάσει.

Η σιωπή σου δεν είναι άμυνα. Είναι γαλήνη.
Δε σου έλειπε η εξήγηση. Σου έλειπες εσύ από τη ζωή σου.
Τώρα που επέστρεψες, δε σκοπεύεις να φύγεις ξανά για να πείσεις κάποιον ότι αξίζεις.

Σταμάτησες να εξηγείς γιατί δεν απάντησες αμέσως. Γιατί απομακρύνθηκες. Γιατί δεν μπορείς πια να είσαι “εκεί” όπως παλιά. Δεν είναι από κακία. Είναι επειδή έμαθες ότι η ενέργειά σου δεν είναι ανεξάντλητη. Και δεν αξίζει να τη σπαταλάς προσπαθώντας να πείσεις ανθρώπους που έχουν διαλέξει να μη σε καταλάβουν. Δε σε ενδιαφέρει πια να σε καταλάβουν όλοι. Θες απλώς να είσαι εκεί που δε χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα. Να μη σε ψυχαναλύουν, να μη σου βάζουν ετικέτες, να μη σε κάνουν να νιώθεις περίεργος, επειδή απλώς νιώθεις βαθιά.

Δε σημαίνει ότι έγινες κλειστός. Ούτε σνομπ. Δε σημαίνει ότι επέλεξες το περιθώριο ή ότι δεν μπορείς να τους καταπολεμήσεις.

Απλώς έγινες επιλεκτικός.
Δεν αφήνεις πλέον τον εαυτό σου να μπαίνει σε μάχες που δεν έχουν καν στόχο την κατανόηση, αλλά τη διαστρέβλωση. Δεν κυνηγάς άλλο τη “δικαίωση” μέσα από τα μάτια των άλλων. Τη βρίσκεις μέσα σου. Κατάφερες επιτέλους να ανήκεις στον εαυτό σου.
Και ξέρεις κάτι;

Αυτό δεν είναι μοναξιά. Είναι ελευθερία.
Όποιος θέλει, θα έρθει κοντά χωρίς να απαιτεί εξηγήσεις. Θα σε δει με καθαρά μάτια. Και τότε θα μπορείς να μιλήσεις ξανά — όχι για να εξηγηθείς, αλλά για να μοιραστείς.
Μέχρι τότε όμως, καλά κάνεις και σωπαίνεις.

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη