Μύκονος, το άλλοτε σύμβολο της ελληνικής καλοκαιρινής διασκέδασης, της ελληνικής ομορφιάς και της φιλοξενίας, έχει μετατραπεί σε έναν τόπο όπου η κλεψιά και η απαξίωση κυριαρχούν.
Ένα απαράδεκτο περιστατικό κατήγγειλε τις προηγούμενες ημέρες μια Ελληνίδα TikToker, το οποίο δυστυχώς για εμάς δεν είναι ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο, καθώς φαίνεται να αποτελεί καθημερινότητα στο νησί των ανέμων. Όπως ανέφερε στο βίντεό της, επισκέφτηκε με τις φίλες της μια παραλία όπου τις ενημέρωσαν αρχικά ότι το σετ ξαπλώστρας κοστίζει 80 ευρώ. Όταν όμως έφτασε η ώρα του λογαριασμού, η τιμή διπλασιάστηκε μαγικά. Η ίδια αλλά και η υπόλοιπη παρέα της προσπάθησαν να βρουν το δίκιο τους, όμως αντί για αυτό ήρθαν αντιμέτωπες με την απαξίωση τόσο του υπαλλήλου όσο και του υπεύθυνου, οι οποίοι έφτασαν στο σημείο να τις αποκαλέσουν «γελοίες και τσιγγούνες» ξεφωνίζοντας στην κατάμεστη παραλία. Αυτό το περιστατικό δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου σε έναν προορισμό που έχει καταντήσει άντρο μαφίας και καρτέλ τύπου Εσκομπάρ και θα έπρεπε όχι μόνο να μας θλίβει, αλλά να μας θυμώνει.
@mfcitygiiirl #foryou #storytime #mykonos #mpesfyp ♬ original sound – maria🍸🐆🎱💋
Δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε την κοροϊδία
Είναι αδιανόητο να ανεχόμαστε την κοροϊδία και την κλεψιά – πόσω μάλλον να αποδεχόμαστε την αισχροκέρδεια ως «κανονικότητα». Και ναι, γνωρίζουμε καλά ότι στο μεγαλύτερο μέρος της Μυκόνου, όπως και άλλων δημοφιλών προορισμών, αυτές οι τακτικές αποτελούν καθημερινότητα, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι ηθικό ή ότι πρέπει να το δεχόμαστε σαν δεδομένο. Και τι σημαίνει το «Μύκονο δεν ήθελες; Καλά να πάθεις.» που ακούμε συχνά; Γιατί να μην επιλέξεις τη Μύκονο, τη Σαντορίνη ή όποιο άλλο μέρος της Ελλάδας επιθυμείς; Είναι αναφαίρετο δικαίωμα σου να κάνεις ότι θέλεις, εφόσον το αντέχει η τσέπη σου, χωρίς να σε κλέβουν μες στα μούτρα σου, να σε αντιμετωπίζουν σαν σκουπίδι ή να σε βγάζουν τρελό.
Όταν αποφασίζεις ως προορισμό τη Μύκονο, ξέρεις ότι θα πληρώσεις ακριβά, αλλά αυτή τη στιγμή δεν κρίνουμε ούτε το πόσα μπορείς να ξοδέψεις, ούτε αν το σετ της ξαπλώστρας κοστίζει 80 ή 160 ευρώ. Το θέμα είναι απλό και αφορά την πλειοψηφία από εμάς: Όταν ρωτάμε το κόστος και μας απαντάνε – βάσει της τιμής – αποφασίζουμε αν το αποδεχόμαστε ή όχι. Είναι άλλο να γνωρίζουμε αν αντέχει κάτι η τσέπη μας και να κάνουμε τα κουμάντα μας, κι άλλο να μας εξαπατούν με δόλιο τρόπο.
Είναι και αθέμιτος ανταγωνισμός
Ας το δούμε όμως και από μια άλλη οπτική. Αυτό που συμβαίνει στη Μύκονο δεν είναι απλώς κλοπή από την τσέπη σου, αλλά και αθέμιτος ανταγωνισμός που πλήττει έντιμες επιχειρήσεις. Φαντάσου ότι μια επιχείρηση σου δίνει τιμή 50 ευρώ για μια υπηρεσία, ενώ η διπλανή, ανταγωνιστική επιχείρηση χρεώνει για την αντίστοιχη υπηρεσία 10 ή 20 ευρώ παραπάνω. Το λογικό σε αυτή την περίπτωση είναι να επιλέξεις τη φθηνότερη. Όταν λοιπόν τα αρχικά 50 ευρώ που σου έχουν ζητήσει διπλασιάζονται, δεν κλέβουν μόνο εσένα, αλλά και τη διπλανή επιχείρηση, που έχασε έναν πελάτη. Αυτό είναι διπλή εξαπάτηση, σκόπιμη και δόλια, που υπονομεύει κάθε έννοια δικαιοσύνης στον επιχειρηματικό κόσμο.
Η Μύκονος δεν είναι απλώς ένα νησί. Είναι παγκοσμίως γνωστή για τις ξέφρενες νύχτες που προσφέρει, από τη δεκαετία του ’80, με το όνομα της άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να βουλιάζει κάθε χρόνο από τουρίστες. Όταν όμως σημειώνονται καθημερινά τέτοια περιστατικά, πώς έχουμε την απαίτηση να μας σέβονται και να μας εμπιστεύονται ή να μας επισκεφτούν και την επόμενη χρονιά; Ο ξένος τουρίστας, που έρχεται να αφήσει τα ωραία του λεφτάκια στη χώρα μας, βλέποντας τέτοιες εικόνες, θα προτιμήσει άλλους προορισμούς. Το πιο λυπηρό είναι ότι η εικόνα δεν αμαυρώνει απλώς τη Μύκονο, αλλά την ίδια την ελληνική φιλοσοφία. Έννοιες όπως η φιλοξενία, το φιλότιμο και η ηθική, που κάποτε μας ξεχώριζαν, έχουν ισοπεδωθεί. Και αυτό θα έπρεπε να μας προσβάλλει βαθιά και να ντρεπόμαστε που αφήνουμε τη χώρα μας να γίνεται συνώνυμο της απάτης και της μαφίας. Είναι επιτακτική ανάγκη να ανακτήσουμε τις αξίες της φιλοξενίας και της εντιμότητας, ώστε η Μύκονος και η Ελλάδα να ξαναγίνουν συνώνυμα της ομορφιάς και του σεβασμού, αντί της απάτης και της απαξίωσης.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
