Έχει συμβεί σε όλους μας. Ας το παραδεχτούμε. Άλλωστε δεν έχουμε τίποτε να χάσουμε. Ό,τι ήταν να χάσουμε το χάσαμε εκείνη τη στιγμή. Λίγα χρόνια από τη ζωή μας, τη γη κάτω από τα πόδια μας, την ψυχραιμία μας. Είναι εκείνες οι στιγμές, που αν και μικρές είναι αρκετά άβολες και σε κάνουν να νιώθεις αμήχανα, κοινωνικά αδέξιος και -ίσως- λίγο ντροπιασμένος. Όλοι το έχουμε πάθει. Δεν είναι πως κάναμε κάτι λάθος, αλλά καμιά φορά είναι δύσκολο να συντονιστούν τόσοι κόσμοι και τόσα μυαλά. Η μπάλα κάπου χάνεται, τα πράγματα κάπου μπερδεύονται και δημιουργείται αυτή η…. αβολοσύνη.
Πρόκειται για τα λεγόμενα μικρά και άβολα social moments, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι τι πάει στραβά με την πάρτυ σου και εντέλει να θες να εξαφανιστείς.
Όμως, ό,τι έγινε έγινε, δε γυρίζει πίσω. Γι’ αυτό, πάμε να δούμε ποιες είναι οι πιο συχνές στιγμές αβολοσύνης, που έχουμε ζήσει οι περισσότεροι και ευχόμαστε να μην ξαναβρεθούμε στην ίδια θέση.
- Έχεις γυρίσει από μία κουραστική μέρα στη δουλειά, κάνεις μπάνιο, ανάβεις το αιρ κοντίσιο, παραγγέλνεις από γνωστή εφαρμογή και περιμένεις το φαγητό για να βάλεις netflix και να κοιμηθείς για ακόμη μία μέρα στον γωνιακό σου καναπέ. Το ντελίβερι έχει αργήσει και ‘συ έχεις ήδη αρχίσει να γλαρώνεις. Και ‘κει που πάς νας γείρεις στο μπράτσο του καναπέ, τσούπ, χτυπάει το κουδούνι. Ψάχνεις τις παντόφλες σου μέσα στο χάος, που επικρατεί στο σπίτι σου και κατεβαίνεις να ανοίξεις στον ντελιβερά. Σού δίνει τη σακούλα με την παραγγελία, τού δίνεις το 10αρικο και εκεί που νομίζεις πως η υπομονή έλαβε τέλος και έφτασε η στιγμή να απολαύσεις το λουκούλειο γεύμα σου, ο άτιμος ο ντελιβεράς σού πετάει ένα: “Καλή όρεξη” και ‘συ -βρισκόμενος ήδη στο 5ο όνειρο- και ανεβαίνοντας δύο-δύο τα σκαλιά, απαντάς: “επίσης”. Κλείνεις την πόρτα πίσω σου και, τότε, συνειδητοποιείς τι είπες. Ευχήθηκες στον άνθρωπο, που δουλεύει μέσα στη νύχτα για να ικανοποιηθούν οι δικοί σου γευστικοί κάλυκες, “καλή όρεξη”. Akward.
- Βρίσκεσαι σε μία παρέα. Όχι στη δικιά σου απαραίτητα. Σε μία ευρύτερη. Πιο μεγάλη και πιο ανοίκεια. Συναναστρέφεσαι με κόσμο. Ή μάλλον αυτό θα έπρεπε να κάνεις. Όμως, δεν τα καταφέρνεις και με μεγάλη επιτυχία. Όλοι οι διπλανοί σου ανταλλάσσουν απόψεις, μιλάνε, γελάνε, πειράζονται. Και ‘συ προσπαθείς να βρεις ένα μικρό παραθυράκι για να χωθείς. Αλλά πώς να το κάνεις αυτό; Κάνεις μία ερώτηση. Απλή, ανάλαφρη, χωρίς φανφάρες. Απάντηση δε δίνει κανείς. Κοιτάς γύρω σου και ‘κείνοι συνεχίζουν να κάνουν την ίδια συζήτηση, τα ίδια αστεία. Ξανακάνεις την ίδια ερώτηση. Είσαι σίγουρος/η πως σε άκουσαν. Όμως, γιατί δεν απάντησε κανείς; “Hello, είμαι και ‘γω εδώ”. Η στάση τους σε κάνει να αμφισβητείς μέχρι και την ίδια την ύπαρξή σου. Να προσπαθήσω, σκέφτεσαι, και τρίτη φορά; Μπα, ας είναι, λες και βουλιάζεις στη μοναξιά σου. Άλλοι το λένε αγενές και άλλοι έλλειψη τρόπων. Όμως, όπως και να ‘χει, για ‘σένα αυτή η στιγμή ήταν άβολη και σίγουρα δεν ήξερες πώς να αντιδράσεις.
- Φτάνεις στη στάση του λεωφορείου και το λεωφορείο έρχεται στο αμέσως επόμενο λεπτό. Νιώθεις αιώνια ευγνώμων για την τύχη σου και μιας που βρήκες και θέση για να κάτσεις, αποφασίζεις να απολαύσεις στο έπακρον το μισάωρο της διαδρομής σου. Κοιτάς έξω από το παράθυρο, παρατηρείς τον κόσμο στις διαβάσεις, βλέπεις τα μαγαζιά, που ετοιμάζονται να κατεβάσουν ρολά, χαζεύεις την πόλη, που ο καύσωνας και ο καλοκαιρινός αιθέρας έχουν μεταμορφώσει. Μοιάζεις σοβαρός. Αμίλητος. Σχεδόν αγέλαστος. Φοράς τα γυαλιά σου, γιατί ο ήλιος δεν έχει ακόμα δύσει, έχεις στο ένα χέρι τη βεντάλια σου και στο άλλο το πανάκριβο θερμός σου και αφήνεσαι στους ήχους της μουσικής, που φτάνει στα αφτιά σου μέσα από τα -επίσης- πανάκριβα, αλλά πάνω από όλα κομψά ασύρματα ακουστικά σου. Η λίστα σου στο spotify δεν έχει καμία συνοχή. Παίζει από τα δικά σου αγαπημένα μέχρι δημοτικά και νησιώτικα, που άκουγες πέρσυ το καλοκαίρι στο χωριό. Και, επειδή η θερμοκρασία έχει βαρέσει κόκκινο και ‘συ είσαι ακόμα εντός του αστικού ιστού, δεν αλλάζεις τα κλαρίνα, που τώρα ξεκίνησαν να ακούγονται από το κινητό σου, γιατί -όσο κι αν το παίζεις ποιοτικός τέτοια μέρα θα ήθελες να βρίσκεσαι στο χωριό σου και όχι στη στάση Καλλιφρονά. Παρασύρεσαι. Το ζεις. Στον επόμενο τόνο θα σηκωθείς να χορέψεις. Όμως, έφτασες στον προορισμό σου. Σηκώνεσαι -υπό τους ίδιους ήχους- και φεύγεις. Και, ενώ εσύ κατεβαίνεις και το λεωφορείο συνεχίζει ακάθεκτο τη διαδρομή του, αφήνοντάς σε πίσω του, συνειδητοποιείς ότι η μουσική ήταν πολύ πιο δυνατά από όσο φανταζόσουν. Πολύ πιο δυνατά από όσο ήθελες. Ό,τι άκουγες τόση ώρα στο λεωφορείο, μάλλον, το άκουγαν και οι λοιποί συνεπιβάτες. Τι ντροπή. Βγάζεις τα ακουστικά, τα βάζεις ευλαβικά στη θήκη τους και στο λεωφορείο της επιστροφής δεν τα βγάζεις από την τσάντα.
Είναι εκείνες οι στιγμές, που σε κάνουν να θες να εξαφανιστείς. Δεν έγινε δα και κάτι τόσο σημαντικό, όμως, στοχοποιήθηκες. Έχασες τον έλεγχο, έπαψες να είσαι άψογος. Όμως, επέζησες και αυτό είναι που έχει σημασία. Οπότε, ναι, μπορεί να είναι άβολο, όμως, θα περάσει και θα ξεχαστεί. Το υπόσχομαι!
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
