Δεν είναι όλοι οι ήχοι τόσο δυνατοί όσο κάποια καμπανάκια. Μερικοί είναι σχεδόν αθόρυβοι. Κι αυτό γιατί ένα «ξεκίνημα» δε φοράει πάντα κορδέλες. Μπορεί να μοιάζει με τσιγάρο που ανάβεις στις 3 το πρωί χωρίς να ξέρεις γιατί. Μπορεί να ‘ναι μια αμήχανη «καλημέρα» ή το βλέμμα που ρίχνεις στον καθρέφτη όταν, επιτέλους, τον κοιτάς. Χωρίς φιλτράρισμα. Χωρίς πόζα. Χωρίς μάσκα. Κάθε «ξεκίνημα» λοιπόν δεν είναι ηχηρό, ούτε τραβάει την προσοχή.

Στην πιο ρομαντική εκδοχή του, το ξεκίνημα είναι μια σπίθα. Το «κάτι αλλάζει τώρα» που νιώθει κανείς. Μια αφετηρία. Ένα λευκό χαρτί με τις πρώτες μουτζούρες. Στην πραγματικότητα όμως, μοιάζει περισσότερο με το τέλος που δεν είχες αποδεχτεί ακόμα. Το ξεκίνημα, τις περισσότερες φορές, περνάει απαρατήρητο. Δεν έχει σάλπισμα, δεν έχει πυροτεχνήματα. Έχει κόμπο στο στομάχι. Έχει άγνοια. Έχει ταυτόχρονη λαχτάρα και φόβο. Έχει τις νύχτες που σε πνίγουν οι σκέψεις και τις μέρες που κάνεις πως όλα πάνε καλά.

Ξεκίνημα μπορεί να είναι εκείνη η μικρή αλλαγή που έκανες και νόμιζες πως δε μετράει. Το πρώτο «όχι«» που είπες, κι ας τρέμανε τα χείλη σου. Το «αρκετά» που δε φώναξες, αλλά το ψιθύρισες και το ένιωσες στη ραχοκοκαλιά σου. Ξεκίνημα είναι όταν ξυπνάς ένα πρωί και αντί να ξανακοιμηθείς, απλώνεις το χέρι και πατάς «απάντηση» στο μήνυμα που αποφεύγεις μέρες.

Πόσες φορές ξεκινήσαμε χωρίς να το ξέρουμε; Ένα βιβλίο, μια σκέψη, μια συνάντηση, μια νέα συνήθεια. Κι όμως, σκεφτόμαστε ένα ξεκίνημα και το «τοποθετούμε» πάνω σε κάτι μεγάλο και σπουδαίο. Θέλουμε να το εντοπίζουμε σε σημεία καμπής, να το βαφτίζουμε «ημέρα Α». Αλλά δε λειτουργεί έτσι η ζωή. Τα περισσότερα ξεκινήματα είναι σιωπηλά. Περνάνε δίπλα σου με βήμα ελαφρύ. Αν δεν έχεις μάθει να ακούς, δε θα τα δεις ποτέ.

Και κάτι ακόμα -βασικό: Το ξεκίνημα δεν είναι πάντα ενθουσιώδες. Μπορεί να είναι και βαρύ. Να πονάει. Μπορεί να προκύψει από απόγνωση, από απώλεια, από ένα μεγάλο «δεν πάει άλλο». Δεν είναι όλα τα ξεκινήματα επιλογές. Μερικά μας τα φέρνει η ζωή κι εμείς καλούμαστε να ανταποκριθούμε, έστω και με τα μισά μας κομμάτια.

Ξεκίνημα είναι και το πώς συγχωρείς τον εαυτό σου. Το πώς αφήνεις πίσω το βάρος των προσδοκιών που σε καταδυνάστευσαν και το πώς σταματάς να προσπαθείς να είσαι κάτι που δεν είσαι. Πώς ξεκινάς να είσαι, απλώς, εσύ. Με όλη την αλήθεια σου, με τα φθαρμένα σου όνειρα, με τις ανάγκες που δεν παραδέχτηκες ποτέ φωναχτά.

Κάποιες φορές, ξεκίνημα σημαίνει ότι σταματάς να ψάχνεις απαντήσεις. Αποδέχεσαι τις σιωπές. Τους δρόμους που δε βγάζουν πουθενά. Σημαίνει να πας μια βόλτα χωρίς προορισμό. Να επιλέξεις να ζήσεις αντί να εξηγείς.

Αν με ρωτήσεις, θα σου πω ότι τα πιο ουσιαστικά μου ξεκινήματα δεν ήταν θεαματικά. Ήταν όταν άνοιξα το στόμα μου και μίλησα. Όταν σταμάτησα να γράφω για να με διαβάσουν κι άρχισα να γράφω για να αναπνεύσω. Όταν δεν ένιωθα έτοιμη, αλλά προχώρησα έτσι κι αλλιώς. Ξυπόλυτη, αμήχανη, αλλά παρούσα.

Το ξεκίνημα δε χρειάζεται έγκριση. Δε χρειάζεται χειροκροτήματα. Δε χρειάζεται σιγουριά. Θέλει μόνο μια μικρή εσωτερική μετατόπιση. Ένα «από εδώ και πέρα». Θέλει να επιτρέψεις στον εαυτό σου να μην ξέρει πού πάει, αλλά να πηγαίνει.

Γιατί αν περιμένεις να είναι όλα στη θέση τους για να ξεκινήσεις, δε θα ξεκινήσεις ποτέ. Πάντα κάτι θα λείπει. Κι η ζωή δεν περιμένει. Δεν σταματά για να πάρεις φόρα. Σε τραβά, κι εσύ διαλέγεις αν θα παραμείνεις θεατής ή αν θα μπεις στο παιχνίδι.

Οπότε όχι, το ξεκίνημα δεν μοιάζει με νέο έτος, ούτε με ξεκάθαρο μονοπάτι. Μοιάζει με αναπνοή που δεν κράτησες. Με βήμα που τρέμει. Με καρδιά που παρ’ όλα αυτά χτυπά δυνατά. Και είναι αυτό το «παρ’ όλα αυτά» που σε πάει μπροστά.

Γιατί κάθε φορά που νομίζεις πως τελείωσε κάτι, απλώς ξεκινάει κάτι άλλο. Αθόρυβα. Σχεδόν ποιητικά. Και είναι δικό σου. Και είναι αρκετό.

Συντάκτης: Ίννα Σταύρου
Επιμέλεια κειμένου: zinatsartsidou