Πόσες φορές θα δίνουμε μάχες που είναι ήδη χαμένες, μόνο και μόνο για να μην παραδεχτούμε την ήττα μας; Μήπως τελικά δεν προσπαθούμε για τη σχέση, αλλά για να κρατήσουμε την εικόνα της; Μήπως μείναμε όχι από αγάπη, αλλά από φόβο να δούμε την αλήθεια κατάματα;
Υπάρχει ένας θόρυβος πολύ πιο εκκωφαντικός από κάθε καβγά: η σιωπή της προσπάθειας όταν γυρίζει πίσω άπραγη. Τον ξέρουμε όλοι αυτόν τον ήχο. Είναι εκείνες οι μέρες που συνεχίζουμε να παλεύουμε μόνοι μας, ενώ ο άλλος έχει ήδη απομακρυνθεί χωρίς να κάνει καν τον κόπο να μας το πει. Δε φεύγει, δε μιλάει, απλώς σβήνει. Κι εμείς μένουμε να κρατάμε μια πόρτα ανοιχτή, να σκαρφιζόμαστε δικαιολογίες, να γεμίζουμε τα κενά με ελπίδες. Δεν είναι η απόσταση το πρόβλημα. Είναι η σιωπή γύρω της. Το ότι δεν παραδέχεται. Δε λέει «δεν μπορώ», δε λέει «δε σ’ αγαπάω όπως παλιά». Απλώς σταματάει. Κι εμείς συνεχίζουμε να προσπαθούμε, επειδή δεν αντέχουμε να δούμε. Μιλάμε, σώζουμε, αναλύουμε, εξαντλούμαστε. Όχι επειδή δεν καταλαβαίνουμε τι γίνεται, αλλά επειδή αρνούμαστε να παραδεχτούμε αυτό που ήδη ξέρουμε: ότι παλεύουμε μόνοι.
Και δεν είναι ότι κουραστήκαμε. Είναι ότι δε θα έπρεπε να είμαστε μόνοι. Οι σχέσεις, ναι, φθείρονται. Όλες. Αλλά η φθορά δεν είναι τέλος, είναι ευκαιρία. Για βάθος, για ειλικρίνεια, για εξέλιξη. Αρκεί να υπάρχουν και οι δύο. Όχι τέλειοι, αλλά παρόντες. Όχι αλάνθαστοι, αλλά διαθέσιμοι. Όταν ο ένας αφήσει το τιμόνι, το όχημα στραβώνει. Κι όσο κι αν προσπαθεί ο άλλος να το ισιώσει, δεν οδηγεί πια. Σέρνεται. Και κάπως έτσι, η αγάπη παύει να είναι δύναμη και γίνεται βάρος. Ξεθωριάζει. Γίνεται σιωπή που μοιάζει με διάλογο, δάκρυα που δε βλέπει κανείς και σφιγμένα δόντια στις καληνύχτες.
Το χειρότερο είναι πως εκείνος που έχει ήδη απομακρυνθεί, το ξέρει. Απλώς δεν το λέει. Μπορεί να ντρέπεται. Μπορεί να μη θέλει να φανεί ο κακός. Μπορεί να περιμένει από εμάς να το καταλάβουμε και να κάνουμε τη βρόμικη δουλειά. Και εμείς, πιστοί στην αγάπη που κάποτε υπήρξε, μένουμε. Γιατί θυμόμαστε. Γιατί φοβόμαστε. Γιατί ελπίζουμε πως εκείνο το ένα χαμόγελο σημαίνει πως δεν έχει τελειώσει. Αλλά η αλήθεια είναι ότι έχει. Γιατί όταν είσαι ο μόνος που παλεύει, κάποια στιγμή σπας κι εσύ. Και τότε καταλαβαίνεις ότι δεν προσπαθείς πια από αγάπη, αλλά από φόβο. Από ανάγκη. Από ανασφάλεια.
Αν έχουμε μείνει οι μόνοι που παλεύουμε, πρέπει πρώτα να παραδεχτούμε την πραγματικότητα· όχι αυτή που ελπίζουμε, αλλά αυτή που ζούμε. Οι πράξεις δείχνουν την αλήθεια, όχι τα λόγια. Αν ο άλλος αποφεύγει, αποσύρεται, επιτίθεται ή μας κάνει να νιώθουμε ότι φταίμε που ζητάμε το αυτονόητο, τότε δε μιλάμε απλώς για απόσταση. Μιλάμε για έλλειψη σεβασμού. Και όσο κι αν μας πονάει, πρέπει να βάλουμε ένα τέλος. Όχι για να τιμωρήσουμε τον άλλον, αλλά για να θυμηθούμε ποιοι είμαστε. Γιατί όταν αρχίσουμε να σιωπούμε, να μη διεκδικούμε, να μειωνόμαστε για να χωρέσουμε, δεν αγαπάμε πια. Εξαρτόμαστε. Και καμία αγάπη δεν μπορεί να χτιστεί πάνω στην εξάρτηση. Ας βάλουμε όρια. Μέχρι πού είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε; Πού τελειώνει η αντοχή μας και ξεκινά η αξιοπρέπειά μας; Κι αν φτάσουμε εκεί όπου δεν υπάρχει πια κάτι να κρατήσει, τότε ας φύγουμε. Όχι επειδή δεν αγαπάμε πια, αλλά επειδή αγαπάμε επιτέλους και τον εαυτό μας.
Γιατί στο τέλος, αυτό που κρατάει τις σχέσεις δεν είναι τα μεγάλα λόγια, ούτε οι αναμνήσεις, ούτε το παρελθόν. Είναι το «είμαι εδώ» στο τώρα. Και το «είμαι εδώ» δε λέγεται. Δείχνεται. Και αν δεν το δείχνουν πια, τότε δεν είναι δική μας δουλειά να τους μάθουμε πώς. Είναι δική μας ευθύνη να μη μένουμε εκεί που δε μας βλέπουν. Γιατί η αγάπη αξίζει τα πάντα, μόνο όταν τη δίνουν και οι δύο.
