Μια από τις μεγαλύτερες δικαστικές μάχες στην ιστορία της ευρωπαϊκής φιλοξενίας μόλις ξεκίνησε. Χιλιάδες ξενοδοχεία ενώνουν τις φωνές τους εναντίον της Booking.com σύμφωνα με την Guardian, κατηγορώντας τη για πρακτικές που, όπως υποστηρίζουν, στραγγάλισαν τον ανταγωνισμό και αφαίμαξαν τα έσοδά τους επί σχεδόν δύο δεκαετίες. Στο επίκεντρο, οι αμφιλεγόμενες ρήτρες «καλύτερης τιμής» που μπορεί να αλλάξουν για πάντα τον τρόπο που κλείνουμε διαμονές στην Ευρώπη.
Η ψηφιακή οικονομία έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο που ταξιδεύουμε, καταφέρνοντας να μετατρέψει μερικά κλικ, σε εισιτήριο για οποιονδήποτε προορισμό στον κόσμο. Στην καρδιά αυτής της επανάστασης, η Booking.com κατέχει κυρίαρχη θέση, με το 2024 να τη βρίσκει να ελέγχει το 71% της ευρωπαϊκής αγοράς online κρατήσεων. Όμως, πίσω από την εικόνα της ευκολίας και της παγκόσμιας πρόσβασης, οι ξενοδόχοι βλέπουν ένα διαφορετικό πρόσωπο: αυτό της υπερβολικής εξάρτησης, των υψηλών προμηθειών και των δεσμευτικών όρων που, όπως ισχυρίζονται, στραγγαλίζουν τον ανταγωνισμό.
Περισσότερα από 10.000 ξενοδοχεία από όλη την Ευρώπη, συντονισμένα από τη Hotrec και 30 άλλες εθνικές ενώσεις, έχουν καταθέσει συλλογική αγωγή κατά της Booking.com στα δικαστήρια του Άμστερνταμ. Η κεντρική καταγγελία αφορά τις λεγόμενες ρήτρες : “best price” ή «τιμοπαραταξιακές», που υποχρέωναν τα ξενοδοχεία να μην προσφέρουν χαμηλότερη τιμή ούτε σε ανταγωνιστικές πλατφόρμες ούτε ακόμη και στις δικές τους ιστοσελίδες. Σύμφωνα με τους ενάγοντες, αυτή η πρακτική οδήγησε σε σταδιακή μείωση των άμεσων κρατήσεων, καθώς οι ταξιδιώτες συνήθιζαν να κλείνουν σχεδόν αποκλειστικά μέσω της Booking.com, ενισχύοντας περαιτέρω την κυριαρχία της στην αγορά. Η οικονομική επίπτωση υπήρξε ιδιαίτερα βαριά: οι προμήθειες που κατέβαλαν οι ξενοδόχοι έφταναν έως και το 25% της τιμής του δωματίου, γεγονός που περιόρισε σημαντικά το περιθώριο κέρδους, ειδικά για τις μικρότερες οικογενειακές μονάδες.
Η Booking.com, από τη μεριά της, απορρίπτει τις κατηγορίες λέγοντας πως είναι «λανθασμένες και παραπλανητικές». Τονίζει ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία δεν απαγορεύει γενικά τέτοιου είδους συμφωνίες, αλλά τις εξετάζει ξεχωριστά σε κάθε περίπτωση. Παρ’ όλα αυτά, το γεγονός ότι τόση δύναμη συγκεντρώνεται σε έναν μόνο παίκτη προκαλεί ανησυχίες για το αν περιορίζεται ο ανταγωνισμός και αν η αγορά λειτουργεί πραγματικά υπέρ όλων.
Επομένως, η διαμάχη αυτή δεν είναι απλώς μια εμπορική διαφωνία· αποτελεί αντανάκλαση ενός ευρύτερου ζητήματος που αφορά τον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης ψηφιακής οικονομίας. Οι πλατφόρμες κρατήσεων έχουν καταφέρει να προσφέρουν στον ταξιδιώτη πρωτοφανή ευκολία, αλλά η συγκέντρωση υπερβολικής ισχύος σε έναν μόνο μεσάζοντα μπορεί να μετατραπεί σε παράγοντα που περιορίζει την ελευθερία της αγοράς. Για τον καταναλωτή, οι συνέπειες μπορεί να μην είναι άμεσα ορατές, όμως η μακροχρόνια μείωση του ανταγωνισμού μπορεί να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές και περιορισμένες επιλογές. Για τον εκάστοτε μικρό ξενοδόχο, πάλι, η εξάρτηση από μια πλατφόρμα-γίγαντα σημαίνει περιορισμένη ευελιξία τιμολόγησης, συρρίκνωση περιθωρίων κέρδους και απώλεια της άμεσης επαφής με τον πελάτη.
Η έκβαση της δίκης στο Άμστερνταμ θα μπορούσε να είναι καθοριστική. Εάν οι ξενοδόχοι δικαιωθούν, θα δημιουργηθεί ένα ισχυρό δεδικασμένο που ενδέχεται να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας των online travel agencies στην Ευρώπη, ενισχύοντας τις άμεσες κρατήσεις και τη διαφάνεια στις τιμές. Αν, αντίθετα, η Booking.com βγει νικήτρια, οι φωνές που ζητούν αυστηρότερη ρύθμιση των ψηφιακών πλατφορμών θα ενταθούν, καθώς το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη φιλοξενία αλλά και την ισορροπία δυνάμεων σε ολόκληρη την ψηφιακή αγορά. Όπως και να έχει, η τελική απόφαση θα διαμορφώσει όχι μόνο το επιχειρηματικό τοπίο της φιλοξενίας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα ταξιδεύουμε και θα κλείνουμε τη διαμονή μας στα επόμενα χρόνια.
