Ξέρεις κάτι; Δεν είναι πάντα ώρα για συμβουλές. Μερικές φορές δεν αντέχεις άλλα «έλα μωρέ, θα περάσει», «κράτα γερά», «σκέψου θετικά». Δεν είναι ότι δεν εκτιμάς την πρόθεση, αλλά εκείνη τη στιγμή νιώθεις ότι πνίγεσαι περισσότερο. Γιατί όσο περισσότεροι σου μιλάνε, τόσο λιγότερο χώρο έχεις να ακούσεις τον εαυτό σου. Είναι οι στιγμές που δεν αναζητάς τη λύση αλλά την παύση. Είναι η ανάγκη να αδειάσεις το μυαλό απ’ ό,τι το βαραίνει δίχως εξηγήσεις και συζητήσεις.

Κι όμως, υπάρχει κάτι που έχει τεράστια δύναμη, συχνά το υποτιμάμε και δεν είναι κάτι άλλο παρά η σιωπή. Όχι η άβολη σιωπή, εκείνη που σε κάνει να στριφογυρίζεις στην καρέκλα σου, αλλά η σιωπή που μοιράζεσαι με τον σωστό άνθρωπο. Τον φίλο που ξέρει πότε να μη μιλήσει, που δε νιώθει την ανάγκη να «γεμίσει» το κενό με λόγια. Εκείνον που θα κάτσει δίπλα σου, θα σου βάλει ένα ποτήρι κρασί και θα αρκεστεί στο να είναι απλώς εκεί, ακόμα κι αν χρειαστεί να αδειάσει το μπουκάλι κι ακόμα να μη φτάνει.

Ξέρεις πόσο σπάνιο είναι αυτό; Να μπορεί κάποιος να σταθεί δίπλα σου χωρίς να χρειάζεται να προσφέρει λύσεις; Η σιωπή αυτή δεν είναι παθητικότητα, αλλά στήριξη με τον πιο καθαρό τρόπο. Σου λέει: «Δε χρειάζεται να αποδείξεις τίποτα, δε χρειάζεται να μου εξηγήσεις. Απλά κάθομαι δίπλα σου γιατί αυτό χρειάζεσαι τώρα». Αυτό κρύβει μια απίστευτη ανακούφιση. Πολλές φορές οι συμβουλές, όσο καλοπροαίρετες κι αν είναι, κουράζουν. Σου δημιουργούν την πίεση ότι πρέπει να βρεις λύση άμεσα, ότι πρέπει να αντιδράσεις, να κάνεις κάτι, να σκεφτείς και να προβληματιστείς. Ενώ η σιωπή σου δίνει χώρο να πάρεις ανάσα, να αφήσεις τα πράγματα να ηρεμήσουν μέσα σου, να νιώσεις ξανά τον παλμό σου. Μόνο η παρουσία. Κι αυτό είναι αρκετό για να θυμηθείς ότι δεν είσαι μόνος σου, ότι υπάρχει ένας άνθρωπος που σε στηρίζει χωρίς να χρειάζεται να πει ούτε μία λέξη.

Η σιωπή με τον σωστό άνθρωπο δεν είναι άβολη. Δε σε βαραίνει, αλλά αντίθετα σε ξεκουράζει. Όταν τη μοιράζεσαι, έχει κάτι μαγικό. Δε σε πιέζει, δε σου ζητάει να απαντήσεις, δε σε κρίνει. Σου αφήνει χώρο να ανασάνεις, να αφήσεις τα πράγματα να καταλαγιάσουν μέσα σου. Κι εκείνη τη στιγμή, το πιο σημαντικό δεν είναι τι θα ειπωθεί, αλλά είναι ότι κάποιος διάλεξε να καθίσει δίπλα σου, χωρίς να χρειάζεται να πει τίποτα. Κι έτσι απλά, με ένα τσούγκρισμα ποτηριών κι ένα χαμόγελο, καταλαβαίνεις ότι δεν είσαι μόνος σου και πολλές φορές αυτό είναι αρκετό.

Φαντάσου να κάθεσαι ένα βράδυ στο μπαλκόνι, ένα βράδυ από εκείνα που σου έχουν πέσει πολλά μαζεμένα, δυο καρέκλες, ένα τραπεζάκι με ένα μπουκάλι κρασί στη μέση, τα ποτήρια να γεμίζουν ξανά και ξανά. Δε λέτε πολλά· ακούγεται μόνο η πόλη από μακριά ή τα τζιτζίκια στο σκοτάδι. Κοιτάς απέναντι και ξέρεις ότι δε χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Ο άλλος είναι εκεί, με το χαμόγελό του, με εκείνη τη σιωπή που σε αγκαλιάζει και μόνο αυτό αρκεί για να νιώσεις λίγο πιο ανάλαφρος.

Κι όσο μεγαλώνουμε, τόσο περισσότερο καταλαβαίνουμε ότι οι φίλοι που αξίζουν δεν είναι εκείνοι που έχουν πάντα τη «σωστή» απάντηση, αλλά εκείνοι που ξέρουν πότε να σωπάσουν. Είναι αυτοί που δεν αγχώνονται να γεμίσουν τα κενά, που σε αφήνουν να πάρεις τον χρόνο σου και που με την παρουσία τους κάνουν την ψυχή σου να ηρεμεί. Γιατί στο τέλος, οι πιο δυνατές κουβέντες δε λέγονται ποτέ· απλώς μοιράζονται στη σιωπή.

Και μερικές φορές, ένα ποτήρι κρασί και ένας άνθρωπος δίπλα σου είναι όλα όσα χρειάζεσαι.

Συντάκτης: Άννα Γιαννούλη