Μπορεί ο κόσμος να καίγεται, μπορεί χιλιάδες οικογένειες και αθώοι άνθρωποι να χάνουν τη ζωή τους, μπορεί να συμβαίνουν ένα σωρό εγκλήματα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά αυτό που πραγματικά θα triggarει τον μέσο άνθρωπο είναι για τον αν ο διπλανός του ή ο celebrity που κάποτε θαύμαζε επιλέγει σύντροφο του ίδιου φύλλου ή συγκεκριμένες προσωπικές αντωνυμίες. Και τι θα κάνει, λοιπόν, χαμένος στη μιζέρια και την άδεια ζωή του; Θα κρυφτεί πίσω από προφίλ στα σόσιαλ μίντια και θα φροντίσει να καταπνίξει μια αθώα ψυχή με προσβολές και κατάρες, γιατί η προσωπική του ζωή δεν ακολουθεί τους κανόνες της δικής του.
Τραγικό αν κανείς σκεφτεί πως βρισκόμαστε στο έτος 2025 και τίποτα δεν έχει αλλάξει στην ουσία. Ίσως η αποδοχή να είναι πιο θερμή και κάποια βασικά δικαιώματα να έχουν αναγνωριστεί, αλλά σίγουρα το παρόν έχει αρκετές ομοιότητες με το παρελθόν. Ξέρετε, τότε που εκατοντάδες μεγάλα ονόματα της showbiz κρύβονταν πίσω από μάσκες άρτια κατασκευασμένες ώστε να αντιπροσωπεύουν στο έπακρο την εκάστοτε “σωστή” εικόνα του κάθε φύλου.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, δηλαδή 1900-1940, ο άνδρας παρουσιάζεται ως κουβαλητής και προστάτης, με την ακούραστη δουλειά και πειθαρχία να θεωρούνται “ανδρικές αρετές”. Οι γυναίκες όφειλαν να είναι λιγομίλητες, υπάκουες και επικεντρωμένες στη φροντίδα του σπιτιού και της οικογένειας. Μπορούμε εύκολα να εντοπίσουμε τα προβλήματα και στα δύο παραδείγματα. Άρα, πως όταν αυτά τα στερεότυπα κυριαρχούν και περνάνε από γονιό σε παιδιά, από γενιά σε γενιά, μπορεί ένα άτομο να βγει μπροστά και να βροντοφωνάξει με τον δικό του τρόπο τη διαφορετικότητά του;
Δεν μπορεί. Τόσο απλά. Ας μην ξεχνάμε πως εκείνες τις εποχές τα queer άτομα αναγκάζονταν, είτε να κρύβονται για μια ζωή, είτε να χαθούν πίσω από τη μάσκα τους χάνοντας ολοκληρωτικά της πραγματικής τους ταυτότητας. Άνδρες και γυναίκες συμβιβάζονταν με έναν lavender marriage που θα τους προσέφερε ασφάλεια (σωματική κυρίως παρά ψυχολογική) θυσιάζοντας όλο τους το είναι για να μην καταλήξουν εξοστρακισμένοι από τις οικογένειές τους και την κοινωνία.

Το ίδιο αντιμετώπιζαν και οι μεγάλοι σταρ και ζεν πρεμιέ όπως ο Rock Hudson. Η ομοφυλοφιλία του αποκαλύφθηκε μόνο μετά τον θάνατό του από AIDS το 1985, προκαλώντας σοκ. Μέχρι τότε, το στούντιό του φρόντιζε να τον παρουσιάζει ως «γυναικοκατακτητή». Η Greta Garbo, μία από τις εμβληματικότερες ηθοποιούς της δεκαετίας του ’30, είχε γνωστές σχέσεις με γυναίκες, αλλά ποτέ δεν το παραδέχτηκε δημόσια. Ο Cary Grant, ήταν από τους πιο «straight icons» του σινεμά, και παρόλα αυτά οι βιογράφοι μιλούν για μακροχρόνιες σχέσεις με άντρες (π.χ. με τον ηθοποιό Randolph Scott).

Ίσως εντός του κύκλου τους να ξέκλεβαν μικρές πολύτιμες στιγμές ελευθερίας αλλά σίγουρα δεν μπορούσαν να τολμήσουν να καταστρέψουν την καριέρα και τη ζωή τους με το να μιλήσουν δημόσια.
Υπήρχαν όμως και αυτοί που το τόλμησαν. Ο David Bowie, από τους πρώτους που προκάλεσαν τη συντηρητική γνώμη με τη διαφορετική και πολύχρωμη εμφάνισή του. Ο κόσμος και κυρίως οι δημοσιογράφοι θεωρούσαν πιο σημαντικό να αγνοήσουν τη μαγεία της μουσικής και της φωνής του και να επαληθεύσουν μια ταμπέλα που οι ίδιοι του φόρεσαν. Παρόλα αυτά, ο αθάνατος τραγουδιστής και δημιουργός, μίλησε ανοιχτά για την bisexual ταυτότητα στη δεκαετία του 70.

Την ίδια δεκαετία, ο Elton John θα παραδεχτεί πως είναι bisexual ενώ αργότερα gay. Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες, χλεύη, σκληρή και ανελέητη κριτική, αλλά κατάφερε να διατηρεί τη θέση του τόσο ως queer icon αλλά και ως performer. Ένα ακόμα “θύμα” του outing εκείνης της εποχής ήταν και ο αείμνηστος George Michael. Ήταν το 1998 που τον συνέλαβαν για ασελγή συμπεριφορά σε δημόσιο χώρο, και τότε αποδέχθηκε ο ίδιος στον εαυτό του πρώτα αλλά και στους υπόλοιπους ότι είναι gay. Στην αρχή, όπως ήταν αναμενόμενο, η κοινωνία τον καταδίκασε σκληρά, αλλά έως και σήμερα τιμάται ως ένας queer θρύλος.

Μεγάλα ονόματα, glamour, πλούτος και πλήθη να ζητωκραυγάζουν. Ροές θαυμαστών από κάθε γωνιά του κόσμου και μια καριέρα αθάνατη. Θα πρέπει να είναι αρκετά αγαθά για να ζήσει κάποιος μια ζωή χαρισάμενη χωρίς έγνοιες παρά μόνο για την επόμενη συνέντευξη και το επόμενο σόου. Αλλά αυτό που έχει αποδειχθεί πια, είναι ότι όταν ο ρόλος συνεχίζεται και στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού σου, τότε είναι που η πραγματικότητα καταρρέει. Κι αν αυτός ο ρόλος διαλυθεί και αποκαλυφθεί, τότε το πλήθος που κάποτε σε λάτρευε γυρνάει εναντίον σου. Ειδικά σε μια εποχή όπου πλέον τα νέα διαδίδονται σε χρόνο ρεκόρ· ο κόσμος δεν περιμένει να βγει το επόμενο τεύχος της κάθε κίτρινης φυλλάδας, αλλά να ανέβει το επόμενο story ή post…και τίποτα δε μένει κρυφό.
“This is not art, this is not classy”, “disgusting”, “you need Jesus!”, “grotesque beyond words.” μερικά από τα σχόλια που δέχθηκε το Sam Smith για το βίντεο κλιπ τους “I’m Not Here to Make Friends”.

Όταν ανακοινώθηκε ότι η Ruby Rose —ανοιχτά genderfluid— θα πρωταγωνιστούσε ως Batwoman, υπήρξαν ομοφοβικά και exclusionary σχόλια όπως “Ruby is not a lesbian therefore she can’t be Batwoman.”

“Her marriage is abominable and a disgusting taboo.. . a direct affront to the integrity of Nso customs, culture, and tradition.” μερικά από τα σχόλια που δέχθηκε η Κογκολέζα ακτιβίστρια και queer persona για τον γάμο της ο οποίος περιείχε τόσο στοιχεία από την κουλτούρα της πατρίδας της αλλά και του LGBTQ+ community.
Η αίσθηση ότι η κοινωνία πορεύεται αδιάκοπα προς την πρόοδο συχνά διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Κάθε φορά που ένας καλλιτέχνης κάνει coming-out ή διεκδικεί δημόσια την queer ταυτότητά του, οι αντιδράσεις αποκαλύπτουν πως κάτω από τη βιτρίνα της «αποδοχής» φωλιάζουν ακόμη βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις.
Η queer ύπαρξη, ακόμα και όταν προβάλλεται μέσα από πρόσωπα με αναγνωρισιμότητα και κοινωνική ισχύ, παραμένει μια πράξη επισφαλής. Ο δημόσιος χώρος, ψηφιακός και μη, δεν είναι ουδέτερος: φορτίζεται με απειλές, ειρωνείες, χλευαστικά σχόλια. Το coming-out συνεχίζει να εμπεριέχει τον κίνδυνο της απομόνωσης και της βίας. Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι πως η τοξικότητα συχνά αναδύεται μέσα από φαινομενικά προοδευτικά περιβάλλοντα, μέσα από κοινότητες που δηλώνουν έτοιμες να αγκαλιάσουν το διαφορετικό. Τα ίδια τα fanbases, που με πάθος στηρίζουν τους καλλιτέχνες τους, μπορούν να γίνουν σκληροί κριτές όταν η queer ταυτότητα δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα που έχουν υιοθετήσει.
Έτσι, το ερώτημα δεν είναι αν «προχωρήσαμε» ως κοινωνία κι αν επιτέλους είμαστε σε θέση να αποδεχτούμε καθετί διαφορετικό, αλλά αν πραγματικά ο σεβασμός και η αγάπη στον συνάνθρωπο μας βασίζεται αποκλειστικά σε εξωτερικούς παράγοντες όπως η θρησκεία και το πολιτικό καθεστώς. Αν το τελευταίο είναι η απόλυτη σκληρή πραγματικότητα, τότε πράγματι ο άνθρωπος αποτελεί το πιο δυστυχισμένο πλάσμα εκεί έξω.
