Τίνος είσαι εσύ; Θα σε ρωτήσουν μόλις σε δουν! Η πιο αναγνωρίσιμη φράση που θα ακούσεις στο χωριό. Σου έρχεται εκεί που δεν το περιμένεις: καθώς περπατάς, βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, στο φούρνο.
Εδώ δεν είσαι η γειτόνισσα του 3ου που σε έχουν δει κάποιες φορές να κατεβάζεις τα σκουπίδια, ούτε ο γείτονας που γυρίζει κάθε απόγευμα στις 5. Κάποια σχέση πρέπει να έχεις με το χωριό· γιατί αλλιώς, πώς βρέθηκες εδώ; Και όχι απλώς με το χωριό, αλλά με κάποιον. Ένας ετεροπροσδιορισμός, σαν τους δορυφόρους γύρω από τους πλανήτες. Έτσι, από Ελένη, γίνεσαι η νύφη της κυρά-Κατερίνας, του Γιώργου, που μένουν στον επάνω μαχαλά. Σαν Ισπανός που συστήνεται με τρία πρώτα ονόματα και δύο επίθετα: ο γαμπρός του Ανέστη, που έχει το συνεργείο, της δεύτερης κόρης που σπούδασε στον Βόλο. Μια ιστορία από μόνη της κάθε φράση!
Στην αρχή μπορεί να σε ξινίσει, να το αισθανθείς ως αδιακρισία, κουτσομπολιό, περιέργεια. Και επειδή θα συνεχίσει, λίγο μετά αρχίζεις να σηκώνεις φρύδι και σκέφτεσαι να απαντήσεις κάτι που θα θέλει μετά εξομολόγηση στον παπά του χωριού. Αν είσαι απλώς επισκέπτης, αν έρχεσαι δηλαδή κάποιες μέρες ή εβδομάδες στο χωριό, τότε αυτό συνεχίζει να σε ενοχλεί. Ακόμα κι αν είσαι από το χωριό, αν δε μένεις μόνιμα, δε σε ξέρουν. Αν όμως έχεις πάρει τη – τρελή – απόφαση να μείνεις μόνιμα σε ένα χωριό, μετά από λίγο καιρό το βλέπεις λίγο διαφορετικά.
Συνήθως είναι οι μεγαλύτεροι του χωριού· γιαγιάδες και θείες. Όπου «θείες» είναι όλες, μη διανοηθείς να ρωτήσεις αν υπάρχει όντως συγγένεια! Θέλουν να γνωρίσουν ποια ή ποιος είσαι. Να μάθουν για σένα. Να καταλάβουν πώς βρέθηκες εδώ. Πού μένεις. Γιατί ήρθες στο χωριό τους. Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να συνδεόμαστε. Να βρίσκουμε κοινά στοιχεία, να νιώθουμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Η ερώτηση αυτή εκφράζει αυτήν ακριβώς την ανάγκη: να βρουν τη σχέση μαζί σου. Είναι ο τρόπος τους να σε δεχτούν, να σε αγκαλιάσουν, να μπεις στον κύκλο τους.
Στην πόλη δεν περιμένεις να σε ξέρουν όλοι, ούτε να σου λένε καλημέρα· πόσο μάλλον να ενδιαφέρονται τόσο πολύ. Αν σε ρωτήσουν «Τίνος είσαι εσύ;», το σημειώνεις ως «ο τρελός που μίλησε, να τον προσέχω» και ανοίγεις το βήμα. Πας κι έρχεσαι χωρίς δεύτερη σκέψη: τι φοράς, ποιος είναι μαζί σου, τι ώρα είναι αυτή. Έχει μια ελευθερία αυτή η ανωνυμία. Και ενώ έχει ελευθερία, έχει και μια ανεπαίσθητη μοναξιά. Μια μοναχικότητα στη γειτονιά. Πρέπει όλα να τα έχεις τακτοποιημένα και να περνάνε από σένα· αλλιώς ποιον να πεις να πάρει το δέμα σου; Να προσέξει τα λουλούδια σου; Να έχει το νου του όταν λείπεις; Συχνά λένε ότι οι άνθρωποι στις πόλεις είναι απομονωμένοι, μόνοι. Κι όμως, υπάρχουν γειτονιές στις πόλεις που γνωρίζονται, λένε καλημέρα κάθε πρωί, ανησυχούν αν δεν σε δουν για κάποιες μέρες, και στρώνουν μαζί τραπέζι.
Ίσως η μόνη διαφορά στο χωριό και στην πόλη να είναι η διάθεση να μάθεις τον άλλον, να τον γνωρίσεις. Ίσως να είναι η άνεση που νιώθουν μεταξύ τους όσοι μοιράζονται και φροντίζουν το ίδιο μέρος. Διότι στο χωριό, αν ξεχάσεις τη βρύση ανοιχτή στην αυλή, στου γείτονα θα πάει το νερό. Δεν είναι κάποιου ξένου, κι ας έχουν χωρισμένα οικόπεδα· είναι του ανθρώπου που ζείτε στον ίδιο κύκλο, στο ίδιο χωριό.
Την επόμενη φορά που θα σε ρωτήσουν «Τίνος είσαι εσύ;», χαμογέλασε και κάθισε μαζί τους. Θα σε κεράσουν ελληνικό καφέ, κουλουράκια και λουκούμι, σπιτικό λικέρ και θα ακούσεις τις πιο ωραίες ιστορίες!
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
