Γιατί η καρδιά μας συγκινείται για κάποιους ανθρώπους και παραμένει ψυχρή γι’ άλλους; Το πιθανότερο, είναι η απάντηση να βρίσκεται στη φύση μας και στις εμπειρίες που διαμορφώνουν τον τρόπο που νιώθουμε και πράττουμε. Η ενσυναίσθηση αποτελεί θεμελιώδη ικανότητα. Ο εγκέφαλος μας διαθέτει νευρώνες που ενεργοποιούνται όταν αντιλαμβανόμαστε τον πόνο ή τη χαρά του άλλου. Αυτή η διαδικασία είναι καθολική. Ανεξάρτητα από προσωπικές προτιμήσεις. Η καρδιά μπορεί να αισθανθεί για όλους όταν αφήνουμε τη συνείδησή μας να τη διευθύνει.
Παρά ταύτα, η ένταση της ενσυναίσθησης διαφοροποιείται ανάλογα με τα βιώματά μας. Αντιλαμβανόμαστε τους κοντινούς μας ανθρώπους και καταλαβαίνουμε τη θλίψη τους. Σε άγνωστα πρόσωπα η αντίδραση μας περιορίζεται. Το μυαλό μας θέτει όρια για να προστατευθεί. Μπαίνει σε μια κατάσταση αυτοσυντήρησης κι αποφασίζει ποιοι μπορούν ν’ αγγίξουν τις πιο ευαίσθητες πτυχές του.
Σ’ αυτό το σημείο παρεμβαίνει η κοινωνική διαπαιδαγώγηση που ενισχύει τη διαφοροποίηση. Από μικρή ηλικία μαθαίνουμε ποιοι θεωρούνται σημαντικοί και ποιοι περιορίζονται στην οικειότητά μας. Μεγαλώνουμε με φίλτρα. Τα οποία καθορίζουν που θα εκδηλωθεί η ευαισθησία μας. Μόνο που δημιουργούν προκαταλήψεις. Γινόμαστε επιλεκτικοί με την κακή έννοια. Και στη σημερινή εποχή, είναι εμφανές. Πόσα άσχημα παραδείγματα έχουμε δει γύρω μας και σε πόσα απ’ αυτά έχουμε γίνει μέρος τους; Είτε το παραδεχόμαστε είτε όχι, οι περισσότεροι απο εμάς διαλέγουμε πλευρά. Κι επειδή η ζωή είναι σοφή, κάποια στιγμή θα μας επιστρέψει ό,τι πράττουμε. Με την ίδια μορφή ή διαφορετική.
Η επίδραση των social media έχει αλλάξει καθοριστικά τον τρόπο που βλέπουμε τους συνανθρώπους μας. Η συνεχής ροή εικόνων και σχολίων φτιάχνει μια οπτική υπερπληροφορίας κι απόστασης απ’τα γεγονότα. Συνήθως, τα συναισθήματα μετατρέπονται σε στιγμιαίες αντιδράσεις που δίνουν έμφαση σε δραματικά περιστατικά ή σε άτομα με υψηλή ψηφιακή προβολή. Ενισχύοντας την προτίμηση να ταυτιζόμαστε περισσότερο για όσους μας είναι οικείοι ή εμφανώς «σημαντικοί» στο ψηφιακό πεδίο. Με αποτέλεσμα να εξασθενεί η καθολική ενσυναίσθηση.
Η κοινωνία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θέτουν τα όρια. Η επιλογή να συναισθανόμαστε για λίγους ή για όλους έχει άμεσες συνέπειες στην ψυχική μας ισορροπία. Όταν η ευαισθησία περιορίζεται, τότε ο εσωτερικός μας κόσμος σκληραίνει κι οι σχέσεις παραμένουν τυπικές. Αντίθετα, η ενσυναίσθηση που δε φύεται στη διάκριση ενισχύει τις αντοχές και βελτιώνει την αυτοεκτίμηση. Καθώς και τον σεβασμό.
Ηθικά, η ενσυναίσθηση πρέπει να απλώνεται παντού. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από προσοχή και κατανόηση. Τα κράτη που την εφαρμόζουν γενναιόδωρα παρουσιάζουν λιγότερη βία κι αυξημένη εμπιστοσύνη. Όπου η ενσυναίσθηση περιορίζεται, αναπτύσσεται η ψυχρότητα. Κι η ψυχρότητα επηρεάζει την ποιότητα και τη σταθερότητα των σχέσεων μας.
Η ζωή παραμένει απρόβλεπτη. Τον άνθρωπο που αγνοούμε σήμερα ενδεχομένως να επηρεάσει καθοριστικά το αύριο. Η ευαισθησία που εκτείνεται αδιάκοπα προετοιμάζει την ψυχή για ανατροπές που βασίζονται στη συνείδηση και την πραγματική αλληλεπίδραση. Οι δεσμοί που οικοδομούνται πάνω στην υπευθυνότητα γίνονται σταθεροί κι αξιόπιστοι.
Η ανοιχτή σκέψη υπερβαίνει προκαταλήψεις και φόβους. Λειτουργούμε με αλληλεγγύη κι η ζωή μας αποκτάει συνέπεια. Η ενσυναίσθηση, λοιπόν, είναι η απόφαση να ζούμε αρμονικά με υπευθυνότητα. Όταν την επιλέγουμε χωρίς παρωπίδες ασπαζόμαστε την ιδεολογία της ανθρωπιάς. Κι αν κάτι μας έχει απομείνει ώστε να βρούμε διέξοδο προς ένα καλύτερο μέλλον, είναι η ανθρωπιά.
