Ποτέ μια μεγάλη απόρριψη δεν μπορεί να μας διαλύσει εντελώς, μα σαν το κύμα με τα χρόνια, αφήνει μικρές ρωγμές. Ρωγμές που χαράζουν βαθιά την καρδιά εκείνων που δεν έμαθαν ποτέ πώς είναι να αγαπιούνται αληθινά∙ όχι για την εμφάνισή τους, όχι για τα πρότυπα που τους περιβάλλουν, αλλά για την ψυχή τους. Για το χαμόγελό τους. Για τη λάμψη στα μάτια τους, μια λάμψη ικανή να φωτίσει σκοτάδια δυνατότερα κι από του ήλιου το φως.

Κι όμως, αυτή η λάμψη συχνά θαμπώνει πίσω από την αμφιβολία. Μια ομίχλη βαριά σκεπάζει τα πάντα. Η καθημερινότητα γίνεται ένας συνεχής αγώνας εσωτερικών ερωτημάτων: «Αξίζω; Είμαι όμορφος; Είμαι αρκετά αδύνατος; Συμπεριφέρομαι σωστά; Τι πρέπει να κάνω για να με αγαπήσουν;» Ερωτήματα που μας καταδιώκουν, σαν σεισμικές δονήσεις που ταράζουν αδιάκοπα την ψυχή μας. Ζούμε χαμένοι σε έναν κόσμο γεμάτο «πρέπει». Μια κοινωνία που επιβάλλει καλούπια και κανόνες, που μας μετρά με φίλτρα, stories και εικόνες που περισσότερο κρύβουν παρά αποκαλύπτουν. Μας δείχνουν πώς να παρουσιαζόμαστε, όχι πώς να είμαστε.

Έτσι, βυθιζόμαστε σε ψευδαισθήσεις που καλύπτουν τα πιο αληθινά μας συναισθήματα. Γιατί φοβόμαστε την ίδια την αγάπη. Κι όταν φοβάσαι την αγάπη, χάνεις την ικανότητα να ζήσεις το πιο σπουδαίο πράγμα που υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο: την ελευθερία. Ελευθερία να αγαπάς χωρίς όρους. Ελευθερία να νοιάζεσαι χωρίς φόβο. Ελευθερία να πονάς χωρίς ντροπή.

Ωστόσο, μεγαλώσαμε με την ιδέα ότι για να μας αγαπήσουν πρέπει να ταιριάξουμε σε συγκεκριμένα πρότυπα. Να είμαστε αρκετά όμορφοι, αρκετά πετυχημένοι, αρκετά «τέλειοι» σύμφωνα με όσα όρισε κάποιος άλλος πριν από εμάς. Και σε αυτήν την ατέρμονη προσπάθεια να χωρέσουμε σε ξένα καλούπια, ξεχνάμε κάτι πολύ πιο απλό: ότι η αγάπη δεν είναι ποτέ τέλεια. Είναι εύθραυστη, πονά, μα δίνει νόημα στην ύπαρξή μας.

Η ελληνική μυθολογία μάς δίδαξε αυτό το μάθημα αιώνες πριν. Ο καθένας από εμάς βαδίζει στον δικό του προσωπικό λαβύρινθο. Σκοτεινός, γεμάτος αδιέξοδα, φόβους και εσωτερικούς «Μινώταυρους» που μας καταδιώκουν. Όμως, όπως ο Θησέας βρήκε τον δρόμο του και κατάφερε να εξοντώσει το τέρας με τη βοήθεια του κουβαριού της Αριάδνης, έτσι κι εμείς μπορούμε να βρούμε τον δικό μας δρόμο πίσω στο φως. Το κουβάρι αυτό συμβολίζει την εμπιστοσύνη. Την πίστη σε εμάς, στους ανθρώπους που μας αγαπούν αληθινά, στη δύναμη που κρύβεται μέσα μας. Δε χρειάζεται να ξέρουμε κάθε βήμα της διαδρομής∙ αρκεί να κρατάμε γερά την άκρη του νήματος. Ένα νήμα που μας συνδέει με το φως, με την ελπίδα, με την αλήθεια.

Η αγάπη δεν είναι προορισμός άλλωστε∙ είναι μονοπάτι. Ένα μονοπάτι που μας διδάσκει να αντέχουμε τις καταιγίδες, να γιατρεύουμε τις ρωγμές, να κοιτάζουμε κατάματα τον εσωτερικό μας καθρέφτη. Μόνο όταν αποδεχτούμε τον εαυτό μας όπως είναι – με τις ατέλειες, τις πληγές και τις σκιές του – μπορούμε να γίνουμε πραγματικά ελεύθεροι.

Και η ελευθερία αυτή δεν είναι κάτι αφηρημένο. Είναι η καθημερινή επιλογή να σταθούμε με θάρρος απέναντι στον κόσμο και να πούμε: «Αξίζω, γιατί υπάρχω. Αξίζω, γιατί αγαπώ. Αξίζω, γιατί είμαι άνθρωπος».

Η ζωή θα συνεχίσει να φέρνει κύματα. Άλλα θα μας τρομάζουν, άλλα θα μας δοκιμάζουν, κι άλλα θα μας δίνουν τη δύναμη να εξελιχθούμε. Μα κάθε κύμα είναι μια υπενθύμιση ότι είμαστε ζωντανοί. Και όσο είμαστε ζωντανοί, μπορούμε να επιλέγουμε την αγάπη αντί για τον φόβο.

Αν κάτι μας μεταφέρει η εμπειρία της ζωής, είναι ότι δεν υπάρχει λαβύρινθος χωρίς έξοδο. Δεν υπάρχει σκοτάδι που να μην υποχωρεί μπροστά στο φως. Κι όσο κρατάμε το νήμα της εμπιστοσύνης, μπορούμε να επιστρέφουμε ξανά και ξανά σε αυτό που μας ορίζει: την ικανότητά μας να αγαπάμε. Γιατί στο τέλος, η μεγαλύτερη ελευθερία δεν είναι να ξεφύγουμε από τους άλλους, αλλά να συμφιλιωθούμε με τον εαυτό μας. Να τον κοιτάξουμε στον καθρέφτη και να τον αγκαλιάσουμε. Να του πούμε: «Δε χρειάζεται να είσαι τέλειος∙ χρειάζεται μόνο να είσαι αληθινός».

Κι εκεί, μέσα σε αυτήν την αλήθεια, ανθίζει η πιο μεγάλη νίκη. Όχι απέναντι στον κόσμο, αλλά απέναντι στον ίδιο μας τον φόβο. Η νίκη της (αυτο)αγάπης.

Συντάκτης: Τζοάννα Λέκα