Τα τελευταία χρόνια, οι όροι που περιγράφουν νέες τάσεις στις ερωτικές σχέσεις φαίνεται να ξεφυτρώνουν διαρκώς. Από το ghosting μέχρι το breadcrumbing, η γλώσσα των ραντεβού έχει εμπλουτιστεί με λέξεις που αποτυπώνουν συμπεριφορές και μοτίβα γνωριμιών της σύγχρονης εποχής. Στο ίδιο πλαίσιο, έρχεται να προστεθεί και ο όρος shrekking ή «σρέκινγκ», εμπνευσμένος από τον κινηματογραφικό ήρωα Shrek, που αν και γοητεύει με τον χαρακτήρα του, δε θεωρείται πρότυπο εξωτερικής εμφάνισης.
Σύμφωνα με τη διατύπωση που κυκλοφόρησε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το «σρέκινγκ» σημαίνει να βγαίνει κάποιος ραντεβού ή να συνάπτει σχέση με άτομο που δεν τον ελκύει εξωτερικά, με την ελπίδα ότι έτσι θα βρει μεγαλύτερη κατανόηση, αφοσίωση ή καλύτερη συμπεριφορά. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια στρατηγική «dating down», δηλαδή επιλογής συντρόφου όχι βάσει ερωτικής έλξης αλλά βάσει της προσδοκίας ότι η έλλειψη εναλλακτικών ή η χαμηλότερη κοινωνική και εμφανισιακή «βαθμολογία» θα εξασφαλίσει σταθερότητα και λιγότερα προβλήματα.
Από πρώτη ματιά, αυτή η τάση μπορεί να φαίνεται «ρεαλιστική» ή ακόμα και πρακτική, δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι κουράζονται από σχέσεις που βασίζονται σε επιφανειακά κριτήρια και θέλουν να δώσουν προτεραιότητα στην καλή συμπεριφορά. Ωστόσο, η λογική πίσω από το «σρέκινγκ» έχει και παγίδες. Η επιλογή συντρόφου από φόβο ή ανάγκη ασφάλειας, και όχι από αληθινή έλξη και ενδιαφέρον, συχνά οδηγεί σε σχέσεις που ξεκινούν με ανισορροπία.
Πρώτον, η έλλειψη έλξης μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην πορεία της σχέσης. Η φυσική και συναισθηματική χημεία είναι αρκετά σημαντικός παράγοντας για να αντέξει μια σχέση στον χρόνο. Αν κάποιος ‘’μπει’’ σε σχέση αποκλειστικά για λόγους «πρακτικότητας», είναι πιθανό να νιώσει αργότερα ανικανοποίητος, να αναζητήσει αλλού την ένταση ή να νιώθει ότι συμβιβάζεται με κάτι λιγότερο από αυτό που πραγματικά θέλει.
Δεύτερον, η ίδια η υπόθεση ότι ένα άτομο «λιγότερο ελκυστικό» θα είναι αυτόματα πιο πιστό ή πιο καλός σύντροφος δεν έχει βάση. Η αφοσίωση, η ενσυναίσθηση και η υγιής επικοινωνία δεν εξαρτώνται από την εξωτερική εμφάνιση αλλά από την προσωπικότητα, τις αξίες και την συναισθηματική ωριμότητα του καθενός. Έτσι, η λογική του «αν επιλέξω κάποιον που δε θεωρείται περιζήτητος, θα με προσέχει περισσότερο» μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη και να καταλήξει σε απογοήτευση.
Τρίτον, το «σρέκινγκ» μπορεί να κρύβει και ένα είδος υποτίμησης. Αν κάποιος ξεκινάει μια σχέση με την ιδέα ότι ο άλλος είναι «λιγότερο» και άρα πιο ασφαλής, τότε υπάρχει εξαρχής μια ασύμμετρη δυναμική. Αυτό μπορεί να οδηγήσει είτε σε υπεροπτική στάση από τη μία πλευρά είτε σε μειωμένη αυτοεκτίμηση από την άλλη, με συνέπεια να μην οικοδομείται μια ισότιμη και αυθεντική σύνδεση.
Βεβαίως, δεν πρέπει να αγνοούμε και τη θετική πλευρά του φαινομένου. Αν το «σρέκινγκ» ερμηνευθεί όχι ως συμβιβασμός αλλά ως άνοιγμα σε ανθρώπους πέρα χωρίς να υπολογίζονται τα πρότυπα της εξωτερικής εμφάνισης, τότε μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία. Το να δίνει κανείς προτεραιότητα στην ουσία και στον χαρακτήρα είναι σίγουρα υγιής κατεύθυνση, αρκεί να υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον και όχι απλή στρατηγική επιλογή.
Στην πραγματική ζωή, όπως και στην ταινία «Shrek», οι σχέσεις που ανθίζουν είναι εκείνες που στηρίζονται στην αμοιβαία αποδοχή, στην αυθεντικότητα και στην ειλικρίνεια. Η ιστορία του ζευγαριού, της Fiona και του Shrek κατέληξε όμορφα γιατί υπήρχε αληθινό συναίσθημα και δέσμευση, όχι επειδή κάποιος έκανε «έκπτωση» στα κριτήριά του.
Τελικά, το «σρέκινγκ» αναδεικνύει μια διαρκή αγωνία της σύγχρονης γενιάς. Την αναζήτηση ασφάλειας σε έναν κόσμο ποικίλων σχέσεων που μοιάζει ρευστός και αβέβαιος. Παρά ταύτα, το πιο ασφαλές μονοπάτι δεν είναι να διαλέγουμε με βάση τον φόβο ή την ανάγκη για έλεγχο, αλλά να επιδιώκουμε συνδέσεις που συνδυάζουν αμοιβαία έλξη, σεβασμό και κοινές αξίες.
