Η εικόνα του φιλάθλου που φωνάζει «μπράβο» ή πανηγυρίζει μετά από ένα καλάθι είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτή, τουλάχιστον όταν μένει μέσα στα όρια της ευπρέπειας. Όταν όμως το πάθος ξεφεύγει σε πρόσωπα και οικογένειες, τότε δε μιλάμε για αγνή «οπαδική» συμπεριφορά αλλά για κάτι που πλησιάζει το έγκλημα. Η περίπτωση της συζύγου του Γιάννη Αντετοκούμπο, Μαράια Ριντλσπρίγκερ, που δημοσιοποίησε απειλητικό μήνυμα εναντίον της οικογένειάς της από τουρκική πηγή, φέρνει αυτήν ακριβώς τη συζήτηση στο προσκήνιο. Η ίδια η Μαράια ανήρτησε την απειλή και κάλεσε σε σεβασμό, ενώ συγχρόνως συνεχάρη την αντίπαλη ομάδα για το ασημένιο μετάλλιο, μια κίνηση που τόνισε την αρκετά ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στον πολιτισμένο αθλητισμό και την τοξικότητα.
«Θα σκοtώσουμε όλη την οικογένεια. Θα φοβάσαι, όπου και αν πηγαίνεις» αναφερόταν στο μήνυμα, με την ίδια να δηλώνει ότι «δεν υπάρχει χώρος για τέτοιες συμπεριφορές στον αθλητισμό. Βασικά δεν υπάρχει κανένας χώρος για αυτή τη συμπεριφορά. Τελεία και παύλα».
Το φαινόμενο της διαδικτυακής κακοποίησης των αθλητών και των οικογενειών τους δεν είναι μεμονωμένο. Μελέτες και εκθέσεις από οργανισμούς του χώρου δείχνουν ότι οι απειλές, οι ύβρεις και οι σeξιστικές ή ρατσιστικές επιθέσεις στο διαδίκτυο έχουν αυξηθεί. Ειδικά σε περιόδους μεγάλων διοργανώσεων, και οι γυναίκες που σχετίζονται με αθλητές συχνά δέχονται δυσανάλογα μεγάλο όγκο επιθέσεων. Οι αναλύσεις του NCAA και άλλων φορέων έδειξαν σημαντικά μεγάλα ποσοστά αναρτήσεων με απειλητικό, σεξουαλικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο κατά τη διάρκεια αγώνων-ορόσημων.
Από την πολιτισμική πλευρά, η επιθετικότητα εναντίον μελών οικογενειών αθλητών λέει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι κάποιοι θεώρησαν την προσωπική επίθεση «νόμιμο όπλο» προκειμένου να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, δεύτερον, ότι τα κοινωνικά μέσα επιτρέπουν την ανωνυμία ή την απόσταση που μειώνει την αναστολή του χρήστη. Όταν η οθόνη λειτουργεί ως ασπίδα, το όριο ανάμεσα στο «φωνάζω στο ματς» και στο «απειλώ ανθρώπους» εξαφανίζεται και το αποτέλεσμα είναι να κινδυνεύουν πραγματικοί άνθρωποι και πραγματικές ζωές.

Τι γίνεται πρακτικά όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Υπάρχουν τρία επίπεδα αντίδρασης που πρέπει να ενεργοποιηθούν. Πρώτον, η άμεση καταγγελία στις πλατφόρμες (report, block, τεκμηρίωση του υλικού) η διαδικασία αυτή περιγράφεται αναλυτικά σε οδηγούς αναφοράς προς τα social media. Δεύτερον, η νομική οδός: οι απειλές είναι ποινικά κολάσιμες σε πολλές χώρες και απαιτούν καταγγελία στις αρχές σε χώρες όπως η Τουρκία, για παράδειγμα, η δίωξη ξεκινά μετά από επίσημη καταγγελία από το θύμα. Τρίτον, η ψυχολογική στήριξη των στόχων (οικογένεια, παίκτης), γιατί ο αντίκτυπος δεν είναι μόνο νομικός αλλά και βαθιά συναισθηματικός.
Τέλος, υπάρχει το ευρύτερο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Οι αθλητικοί φορείς, οι ομάδες και οι δημοσιογράφοι πρέπει να συνεχίσουν να προωθούν κανόνες σεβασμού και να εφαρμόζουν κυρώσεις σε δοκιμασμένες συμπεριφορές. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης οφείλουν να βελτιώσουν τα πρωτόκολλα αναφοράς και αφαίρεσης επικίνδυνου περιεχομένου. Και η κοινωνία, κάθε ένας από εμάς, χρειάζεται να θυμάται ότι πίσω από κάθε φανέλα υπάρχει μια οικογένεια με δικαιώματα ασφάλειας και αξιοπρέπειας. Οι απειλές δεν είναι πλέον «παράπλευρη ζημιά» του πάθους· είναι παραβίαση της ίδιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που ο αθλητισμός ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται.
