Υπάρχουν λόγια που μας στοιχειώνουν περισσότερο κι από σιωπές. Από αυτά που δεν ξέρεις αν σε γεμίζουν ή σε αδειάζουν, αν σου δίνουν ελπίδα ή σε αφήνουν να χαθείς σε αδιέξοδο. Κι ανάμεσά τους, υπάρχει κι εκείνο το οξύμωρο: όταν ακούς ταυτόχρονα το «σ’ αγαπώ» και το «φύγε». Δύο μικρές φράσεις που, ενώ φαινομενικά συγκρούονται, πολλές φορές συμβαδίζουν στα πιο παράδοξα ερωτικά σενάρια. Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στη δέσμευση και την απόρριψη δεν είναι απλώς μια ερωτική αντίφαση. Είναι το παράδοξο της ψυχής που διψά για οικειότητα, αλλά φοβάται να παραδοθεί πλήρως. Ένας εσωτερικός διάλογος ανάμεσα στον πόθο και στον φόβο, που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από δύο αντικρουόμενες λέξεις.

Η ψυχολογία αποκαλεί τέτοιες καταστάσεις double bind. Είναι εκείνη η στιγμή που λαμβάνεις δύο αντικρουόμενα μηνύματα από το ίδιο άτομο, με τρόπο που καμία απάντηση δε μοιάζει σωστή. Αν μείνεις, ρισκάρεις να συντριβείς. Αν φύγεις, κουβαλάς την ενοχή πως ίσως έχασες κάτι αληθινό. Πολλές φορές πίσω από το «σ’ αγαπώ» κρύβεται η γνήσια ανάγκη για σύνδεση. Κι όμως, την ίδια στιγμή, το «φύγε» προδίδει φόβο· φόβο εγκατάλειψης, φόβο προδοσίας, φόβο ότι η αγάπη θα ξεγυμνώσει πληγές που δεν έχουν κλείσει. Δεν είναι σπάνιο το ίδιο άτομο να αγαπά με όλο του το είναι, αλλά να τρομάζει από την ένταση αυτού του συναισθήματος, να νιώθει πως χάνει τον έλεγχο. Κι έτσι σε φέρνει κοντά για να σε διώξει ξανά, σε αγκαλιάζει για να σε κρατήσει μισό βήμα μακριά.

Αν βρεθείς στην πλευρά εκείνου που ακούει αυτή τη διπλή εντολή, η εμπειρία είναι εξαντλητική. Ζεις σε μια συναισθηματική εκκρεμότητα όπου κάθε «σ’ αγαπώ» έρχεται με αστερίσκο κι όπου κάθε «φύγε» δεν είναι ποτέ οριστικό. Νιώθεις πως χτίζεις έναν πύργο με τραπουλόχαρτα: όμορφος αλλά έτοιμος να καταρρεύσει με μια κίνηση. Είναι η στιγμή που αρχίζεις να αμφισβητείς την πραγματικότητα. Μήπως τελικά δεν αγαπά; Μήπως εγώ φαντάζομαι περισσότερα; Μήπως το «φύγε» είναι η αλήθεια και το «σ’ αγαπώ» απλώς μια παρηγοριά; Αυτός ο φαύλος κύκλος σε εγκλωβίζει, γιατί όσο πιο πολύ προσπαθείς να καταλάβεις, τόσο πιο μπερδεμένος μένεις.

Στην ουσία η διπλή δέσμευση μιλά για τις δικές μας εσωτερικές αντιφάσεις. Όλοι, λίγο-πολύ, έχουμε μέσα μας αυτή την πάλη: θέλουμε να αφεθούμε στην αγάπη, αλλά ταυτόχρονα φοβόμαστε την τρωτότητα που αυτή απαιτεί. Κάποιοι όμως δεν καταφέρνουν να βρουν ισορροπία. Κι έτσι προβάλλουν τη δική τους μάχη στον άλλον: «Μείνε, γιατί σε χρειάζομαι. Μα φύγε, γιατί με τρομάζεις». Πίσω από αυτή τη συμπεριφορά κρύβονται συχνά παλιά τραύματα. Σχέσεις όπου η αγάπη δόθηκε υπό όρους, οικογένειες όπου η αποδοχή πήγαινε χέρι-χέρι με την απόρριψη. Έτσι μαθαίνεις πως το «σ’ αγαπώ» δεν είναι ποτέ ασφαλές. Πως πάντα θα έχει ένα «αλλά».

Το δύσκολο είναι να αποφασίσεις: θα μείνεις να παλέψεις με τα φαντάσματα του άλλου ή θα διαλέξεις την ελευθερία σου; Δεν υπάρχει συνταγή. Υπάρχουν μόνο όρια. Αν νιώθεις πως η αγάπη σε θρέφει, ίσως αξίζει να σταθείς και να δοκιμάσεις. Αν όμως κάθε «φύγε» σε κόβει κομμάτια, ίσως χρειαστεί να κρατήσεις τον εαυτό σου ασφαλή. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν μπορεί να λυτρωθεί αν δεν αντιμετωπίσει τους δικούς του φόβους. Μπορείς να αγαπάς, να στηρίζεις, να δείχνεις ότι είσαι εκεί. Μα αν ο άλλος συνεχίζει να λέει «σ’ αγαπώ» και «φύγε» μαζί, τότε ίσως το μεγαλύτερο «σ’ αγαπώ» που μπορείς να πεις είναι προς τον εαυτό σου — κι αυτό σημαίνει να φύγεις.

Η αγάπη, στην πιο καθαρή της μορφή, δεν έχει αντίφαση. Δε σου λέει έλα για να σε σπρώξει μετά. Δε σε δένει για να σε αφήσει να πέσεις. Σου ανοίγει χώρο, σου δίνει ρίζες αλλά και φτερά. Όταν όμως πληγές και φόβοι μπερδεύονται με την τρυφερότητα, τότε γεννιέται η διπλή δέσμευση. Κι εκεί, το μάθημα δεν είναι πάντα να καταλάβεις τον άλλον. Μερικές φορές το μάθημα είναι να καταλάβεις τον εαυτό σου: μέχρι πού μπορείς να φτάσεις, πόσο αντέχεις να περιμένεις, και ποιο «φύγε» θα μεταφράσεις εσύ σε «φύγε για να σωθείς». Γιατί η αλήθεια είναι πως όταν τα «σ’ αγαπώ» και τα «φύγε» λέγονται ταυτόχρονα, στο τέλος δεν υπάρχει νικητής. Υπάρχει μόνο η ανάγκη να βρεις εσύ το κουράγιο να ξεχωρίσεις ποιο μήνυμα θα κρατήσεις.

Συντάκτης: Ευθυμία Πράπα