Αν θες να μάθεις τα μυστικά κάποιου, άσε τις έρευνες, τα κουτσομπολιά και το stalking στα social. Πες του απλά πως είσαι ψυχολόγος! Θα μάθεις από το τραύμα που του δημιούργησε η μάνα του όταν στα 5 του πήρε λάθος γεύση παγωτό, μέχρι γιατί δεν εμπιστεύεται τους ανθρώπους και νομίζει ότι όλοι τον κοροϊδεύουν. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο: άνθρωποι που αποφεύγουν την ψυχοθεραπεία όπως ο διάολος το λιβάνι, μόλις ακούσουν τη λέξη «ψυχολόγος», ξαπλώνουν νοερά σε έναν φανταστικό καναπέ κι αρχίζουν το confession σαν να είσαι εξομολογητής.

Αν είσαι ψυχολόγος, το ξέρεις ήδη. Αν όχι, έχεις σίγουρα βρεθεί από την άλλη πλευρά: η φάση που είστε έξω με μια παρέα, γελάτε, πίνετε, τρώτε πατατάκια με τύψεις… και τότε, κάποιος τολμά να αποκαλύψει την ταυτότητά σου: «Ξέρετε ότι είναι ψυχολόγος;». Silence mode ON. Τα ποτήρια παγώνουν στον αέρα σαν διαφήμιση ουίσκι, τα βλέμματα πέφτουν όλα πάνω σου και ξαφνικά πετάγεται το πρώτο: «Α, ξέρεις, ο μπαμπάς μου όταν ήμουν μικρός…» ή το κλασικό: «Νομίζω έχω κατάθλιψη, να σου πω τα συμπτώματα να μου πεις αν ισχύει;».

Κι εκεί εσύ με το χαμόγελο-παγωτό ξυλάκι σκέφτεσαι: «ΟΧΙ ΡΕ ΦΙΛΕ, ΠΑΛΙ!»

Άνθρωποι που μπορεί να τους βλέπεις πρώτη φορά, σου εκμυστηρεύονται οικογενειακά μυστικά, σεξουαλικές φαντασιώσεις, τραύματα και θέματα υγείας. Κι ένα κομμάτι σου συγκινείται που σε εμπιστεύονται. Το άλλο κομμάτι σου όμως ουρλιάζει: «Γιατί δεν μπορώ να είμαι απλά ένας τύπος στην παρέα;». Γιατί πρέπει πάντα να είμαι ο ψυχολόγος on duty;

Έτσι μπαίνεις σε μια λούπα: νιώθεις υποχρεωμένος να ακούς. Και όλο λες «θα βάλω όρια» και όλο δεν τα βάζεις. Γιατί βαθιά μέσα σου φοβάσαι ότι θα πεταχτεί κάποιος με το καυτό «Καλά, εσύ είσαι σίγουρα ψυχολόγος;». Λες και υπάρχει manual που λέει πως ο ψυχολόγος πρέπει να είναι 24/7 διαθέσιμος, να διψάει να ακούει τα δράματα όλων και να δίνει λύσεις επί τόπου, σαν αυτόματο chatbot.

Μάντεψε: δεν ισχύει. Ναι, έχουμε ενσυναίσθηση, ναι, έχουμε γνώσεις, ναι, γουστάρουμε τη δουλειά μας. Αλλά είναι δουλειά. Δεν είναι χόμπι, δεν είναι φετίχ, δεν είναι η μία και μοναδική μας ταυτότητα. Κι εδώ είναι το μπέρδεμα: επειδή η δουλειά μας έχει ανθρωπιστικό χαρακτήρα, πολλοί δυσκολεύονται να δεχτούν ότι γίνεται μόνο με αμοιβή. Αν δεχτείς να ακούς κάποιον μόνο στο πλαίσιο θεραπείας, επί πληρωμή, κινδυνεύεις να ακούσεις το επικό: «Ε βέβαια, μόνο για το χρήμα σας νοιάζει, να μας τα παίρνετε, καμία ανθρωπιά!».

Ε, όχι. Το να θες να πληρωθείς για την ειδίκευσή σου δε σε κάνει άκαρδο. Σε κάνει επαγγελματία. Γιατί όταν κάθεσαι με τις ώρες σε ένα καφέ να ακούς τον άλλον να σου διηγείται όλη του τη ζωή, χωρίς πλαίσιο, χωρίς στόχο, με μια μπύρα στο χέρι, δεν τον βοηθάς. Του περνάς το λάθος μήνυμα ότι η ψυχοθεραπεία είναι μια «χαλαρή κουβέντα», του ποδαριού. Άρα δε χρειάζεται ποτέ να ζητήσει πραγματική βοήθεια. Κι έτσι χάνει το κίνητρο που χρειαζόταν.

Φυσικά, δεν είναι κακό να ανοιχτεί κάποιος όταν ακούσει ότι είσαι ψυχολόγος. Αυτό δείχνει ότι όλοι μας έχουμε ανάγκη για μια αγκαλιά, ένα αυτί να μας ακούσει. Αλλά εκεί μπαίνει ο ρόλος μας: να του θυμίσουμε ότι η ψυχοθεραπεία γίνεται σε ένα πλαίσιο. Όχι στον καναπέ του σπιτιού σου, όχι στο τραπέζι της ταβέρνας, όχι πάνω από μια πίτσα.

Γιατί κι εμείς, ξέρεις, θέλουμε καμιά φορά να πιούμε απλά την μπίρα μας σαν άνθρωποι. Να κάνουμε χαβαλέ, να μιλήσουμε για σειρές, για κουτσομπολιά. Όχι να βγάλουμε το σημειωματάριο και να μοιράζουμε διαγνώσεις.

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Παπαθανασίου