Αυτή θα μπορούσε να είναι η ιστορία μιας γυναίκας που τόλμησε να κυνηγήσει το όνειρό της, που άφησε τη Σκωτία για να γίνει δικηγόρος στο Λος Άντζελες. Όμως, τελικά και δυστυχώς, είναι η ιστορία μιας γυναίκας που βρέθηκε νεκρή από τα ίδια τα χέρια που κάποτε κρατούσαν και το παιδί της. Η Τζουν Μπάιναν, 37 ετών, δολοφονήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου από τον μόλις 25χρονο σύζυγό της, Τζόναθαν Άντονι Ρεντέρι, σε ένα βάρβαρο έγκλημα που αηδιάζει και για το απίστευτα μικρό «κίνητρο»: δεν μπόρεσε, λέει, να χάσει τα κιλά που πήρε στην εγκυμοσύνη, γι’ αυτό και τη σκότωσε.
Η Τζουν είχε αφιερωθεί στη δουλειά και στη μικρή τους κόρη. Πέρυσι ίδρυσε τη δική της εταιρεία, Renteria Paralegal Services, ειδικευόμενη στο μεταναστευτικό δίκαιο, δείχνοντας πως μπορούσε να σταθεί μόνη της σε μια ξένη χώρα. Όμως, πίσω από τα χαμόγελα και την επαγγελματική επιτυχία, οι γείτονες έβλεπαν τη σιωπηλή της μάχη. Όπως κατέθεσαν, τους είχε εκμυστηρευθεί ότι ζούσε σε μια κακοποιητική σχέση, με τον άνδρα της να σχολιάζει συνεχώς το σώμα και το βάρος της.

Το μοιραίο βράδυ, ο καβγάς ξέφυγε. Η 37χρονη άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της, απειλώντας ότι δε θα τον άφηνε ποτέ να ξαναδεί την κόρη τους. Εκείνος απάντησε με βία. «Της έκανα μια λαβή στραγγαλισμού από πίσω», παραδέχθηκε αργότερα στους εισαγγελείς. Η αιτία θανάτου καταγράφηκε ως «τραυματικές κακώσεις στον αυχένα».
Στις 5 Σεπτεμβρίου, ο Ρεντέρι έφυγε από το σπίτι μέσα στη νύχτα, κρατώντας το παιδί τους. Λίγες ώρες αργότερα τον είδαν να κουβαλά σακούλες σκουπιδιών. Η κόρη τους παραδόθηκε στους γονείς του και ο ίδιος επέστρεψε στο σπίτι για να διαμελίσει το σώμα της γυναίκας του.
Η Τζουν είχε θεαθεί ζωντανή για τελευταία φορά στις 4 Σεπτεμβρίου. Σχεδόν μια εβδομάδα αργότερα, η ζωή της είχε χαθεί με τον πιο βίαιο τρόπο. Ένα κορίτσι έμεινε ορφανό, ενώ ένα ολόκληρο δίκτυο φίλων, συναδέλφων και γειτόνων παλεύει να καταλάβει πώς ένα σχόλιο για τα κιλά μπορεί να εξελιχθεί σε εφιάλτη.
Το body shaming σε μια σχέση δεν ξεκινά ποτέ με τη μορφή που τελικά παίρνει. Στην αρχή είναι το «χαριτωμένο» σχόλιο για το σώμα. Μια παρατήρηση για την κοιλιά, ένα πείραγμα για το πώς «δε φοράς πια το ίδιο νούμερο». Όταν όμως αυτά τα σχόλια γίνονται μόνιμα, ο σύντροφος δεν αστειεύεται – ασκεί έλεγχο. Σου υπενθυμίζει ότι το σώμα σου δε σου ανήκει, ότι υπάρχει ένα «πρέπει» για να είσαι επιθυμητή, αποδεκτή, αγαπητή. Σε πατριαρχικές κοινωνίες, δε, η αξία της γυναίκας έχει συχνά συνδεθεί με το σώμα της. Ο έλεγχος πάνω στο σώμα είναι, στην πραγματικότητα, έλεγχος πάνω στην ίδια.
Όταν ένας σύντροφος επιμένει να σχολιάζει, να μειώνει ή να «τιμωρεί» τη γυναίκα του για το βάρος της, αυτό δεν είναι θέμα «γούστου». Είναι μορφή εξουσίας. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται η γέφυρα προς τη βία: το body shaming μπορεί να ξεκινήσει σαν ψυχολογική πίεση αλλά να εξελιχθεί σε λεκτική, σωματική και –όπως δείχνει η υπόθεση της Τζουν– ακόμα και σε θανατηφόρα κακοποίηση. Η ντροπή για το σώμα –που καλλιεργείται με σχόλια, «πλάκες», κοινωνικά πρότυπα– μπορεί να γίνει το έδαφος όπου φυτρώνει η κακοποίηση. Ας μην κάνουμε, λοιπόν, πως δεν το γνωρίζουμε.
Γιατί θα είμαστε υποκριτές.