Δε διάλεξα το σπίτι που μεγάλωσα, ούτε τους γονείς μου. Κανένα παιδί δεν το κάνει. Οι δικοί μου ήταν τοξικομανείς — «πρεζάκια», όπως τους αποκαλούσαν οι άλλοι. Για μένα όμως ήταν απλώς οι γονείς μου. Η τοξικομανία δεν ήταν λέξη, ήταν η ζωή μας: ένα σπίτι γεμάτο φως και σκοτάδι μαζί.

Υπήρχαν στιγμές γέλιου και τρυφερότητας, κι ύστερα ερχόταν η σιωπή, οι φόβοι, το χάος. Οι γονείς μου πάλευαν με τους δικούς τους δαίμονες κι εγώ μάθαινα να επιβιώνω μέσα σ’ αυτό. Έμαθα να διαβάζω βλέμματα, να προβλέπω τη διάθεση μιας μέρας πριν καν ξεκινήσει, να σωπαίνω όταν έπρεπε και να μιλώ όταν μπορούσα. Έτσι, πριν προλάβω να ζήσω σαν παιδί, είχα ήδη μάθει να βλέπω τον κόσμο με μάτια μεγάλου.

Κι όμως, μέσα σε όλα αυτά, ήταν εκεί. Με αγαπούσαν — όχι όσο θα ήθελαν, ούτε όσο θα μπορούσαν αν δεν είχαν μάχες να δώσουν, αλλά όσο άντεχαν. Αυτή η αγάπη δεν ήταν τέλεια∙ ήταν πληγωμένη, αδέξια, μα ήταν αληθινή. Και για μένα είχε ανεκτίμητη αξία. Κράτησα όσα μπορούσαν να μου δώσουν και πάνω σε αυτά έχτισα τις βάσεις μου ως άνθρωπος. Μου έμαθαν να αγαπώ, να σέβομαι, να εκτιμώ, να αντέχω. Να μη φοβάμαι να μιλώ και μαζί τους να συζητάω τα πάντα.

Μεγαλώνοντας όμως ένιωθα συνεχώς εκτός. Σαν παρατηρητής, έβλεπα τη ζωή μου από έξω, σαν να μην τη ζούσα εγώ. Κι ύστερα ερχόταν ο θυμός — πολύς θυμός, βαθύς και σιωπηλός. Υπήρχε όμως κάτι που μου έβαζε τάξη στις σκέψεις: το γράψιμο. Εκεί, στις λέξεις, μπορούσα να βγάλω όσα κουβαλούσα, να ξεσπάσω και να συμφιλιώνομαι λίγο λίγο με όσα ένιωθα.

Το γράψιμο μου έγινε τρόπος να ανασαίνω. Όσο περισσότερο έγραφα, τόσο βαθύτερα καταλάβαινα τον εαυτό μου — και, χωρίς να το καταλάβω, άρχισα να αναζητώ κατανόηση και για εκείνους.

Μέσα από τα προγράμματα απεξάρτησης γνώρισα ανθρώπους που πάλευαν με τον ίδιο εφιάλτη. Είδα από κοντά το βάρος που κουβαλάει ο καθένας, τις υποτροπές, τον αγώνα, τις στιγμές που χανόταν το φως και τις στιγμές που ξαναγεννιόταν η ελπίδα. Τότε κατάλαβα πως η τοξικομανία δεν είναι επιλογή, αλλά μια άνιση μάχη με τον εαυτό και τον πόνο. Μια αρρώστια που παίρνει πολλά, αλλά πίσω της αφήνει και μαθήματα ανθρωπιάς.

Κάπου στα 27, ύστερα από κρίσεις πανικού, ψυχοσωματικά και μια βαθιά αναζήτηση για το ποια είμαι, ήρθε η στιγμή της αυτοκριτικής. Τότε είδα καθαρά πως πίσω από τις επιλογές τους υπήρχαν τραύματα, πληγές, εγκατάλειψη, φόβος, ανασφάλεια. Η ενσυναίσθηση που απέκτησα, ενώνοντας τα δικά μου κομμάτια, με οδήγησε στη συγχώρεση — γιατί έτσι ένιωσα ότι θα ελευθερωθώ.

Τους συγχώρεσα για τις μάχες που δεν κέρδισαν, για τις στιγμές που έλειπαν ενώ ήθελαν να είναι εκεί, για όσα ΕΙΔΑ και άκουσα. Κι έτσι, για πρώτη φορά, κοιτούσα πίσω στο παρελθόν μου χωρίς να πονάω. Αποδέχτηκα τη δική μου ιστορία όπως είναι και άρχισα να μιλώ με άνεση γι’ αυτήν· γιατί με έκανε αυτή που είμαι: πιο δυνατή, πιο αληθινή και με μια βαθιά ανάγκη να αγαπώ ουσιαστικά.

Αν έγραφα αυτά τα λόγια πριν από χρόνια, θα μιλούσα μόνο για τον πόνο μου. Τώρα όμως ακούω περισσότερο, βλέπω πιο καθαρά, καταλαβαίνω βαθύτερα. Δεν κοιτάζω πια πίσω με θυμό∙ κοιτάζω με αγάπη, με κατανόηση, με ευγνωμοσύνη. Γιατί μέσα από όλα όσα έζησα, ανακάλυψα ποια είμαι στ’ αλήθεια. Είμαι περήφανη για τη διαδρομή μου και τυχερή που έχω τους γονείς μου πλάι μου.

Η ζωή είναι μικρή· να αγαπάτε ανιδιοτελώς, να συγχωρείτε. Πιστέψτε στον εαυτό σας και στη δύναμη της ψυχής σας. Κάποια τραύματα ίσως δε γιατρεύονται ποτέ — μα μαθαίνουμε να συνυπάρχουμε μαζί τους. Να βρίσκετε τη δική σας γαλήνη, να γίνεστε η αλλαγή που θέλετε να δείτε σε αυτόν τον κόσμο. Και τότε, θα χαμογελάσετε ξανά και αληθινά.

Συντάκτης: Ηρώ Γ.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη