Όλα ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2010, λίγο καιρό πριν κλείσω τα 18. Ήμουν Τρίτη Λυκείου, με εντατικό διάβασμα, φροντιστήριο και έντονη καθημερινότητα. Ένιωθα τόσο κουρασμένη και σε μεγάλη απόγνωση, λέγοντας σε όλους ότι δεν είμαι απλά κουρασμένη αλλά υπερκουρασμένη. Ήξερα πως χρειαζόμουν ένα break, αλλά αυτό ήταν αδύνατο. Τι θα έλεγαν οι καθηγητές μου; Τι θα έλεγαν οι συμμαθητές μου αν εγώ καθόμουν χωρίς να διαβάζω; Δεν μπορούσα καν να το παραδεχτώ στον εαυτό μου, πόσο μάλλον να το επικοινωνήσω.

Ένα μεσημέρι, ενδιάμεσα σε μαθήματα και φροντιστήρια, αποφάσισα να ξαπλώσω στον καναπέ με το μπουφάν, λίγο πριν πάω για το επόμενο μάθημα. Στον χώρο βρισκόταν η μαμά μου, ο παππούς μου και ο αδερφός μου. Ξαφνικά πέφτω στο πάτωμα χωρίς να έχω καμία αντίδραση. Η μαμά μου κρυφογέλασε για λίγα δευτερόλεπτα νομίζοντας ότι απλά έπεσα, μέχρι που κατάλαβε ότι λιποθύμησα. Δεν ήταν όμως ούτε λιποθυμία. Ήταν μία ωραιότατη κρίση επιληψίας με τα όλα της.

Για όσους δεν ξέρουν, η κρίση επιληψίας είναι ένα επεισόδιο απορρύθμισης του εγκεφάλου που συνήθως εκδηλώνεται με σπασμούς στα χέρια ή τα πόδια και διάφορες άλλες μορφές. Από εκεί και πέρα ήρθε μία σειρά εξετάσεων και, φυσικά, εισαγωγή στο νοσοκομείο.

Δε θυμάμαι πολλά από εκείνη την ημέρα και δεν μπόρεσα ποτέ να θυμηθώ τι έγινε. Θυμάμαι όταν ξάπλωσα και κάποιες χαμένες και μπερδεμένες μνήμες μέχρι το βράδυ εκείνης της Πέμπτης στο νοσοκομείο που ήρθαν οι φίλοι μου να δούνε τι έπαθα. Με το μυαλό μου θεώρησα ότι θα βγω από το νοσοκομείο την επόμενη μέρα και θα γυρίσω πίσω στην καθημερινότητα που ήξερα και είχα ως τώρα. Τίποτα δεν θα ήταν ίδιο όμως. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον διάλογο με τον γιατρό:

– «Πρέπει να σε κρατήσουμε μέσα στο νοσοκομείο λίγες μέρες.»
– «Μα δε γίνεται», του λέω, «έχω διάβασμα.»
Η απάντησή του ήταν: «Πώς όμως θα γινόταν αυτό;» Δεν μπορούσα ούτε να το πω στον εαυτό μου, πόσο μάλλον να το δεχτώ.

Η διάγνωση ήταν αγγειακή δυσπλασία, με συνοπτικές διαδικασίες ένα αγγείωμα στο κεφάλι που αιμορράγησε και δημιούργησε την κρίση επιληψίας. Με τα πολλά ξεκίνησε η αγωγή που έφερε κιλά, υπνηλία και άλλα θεματάκια, αλλά ευτυχώς σταθεροποιήθηκε η κατάσταση. Βέβαια όλο αυτό δεν τελείωνε με φαρμακευτική αγωγή· έπρεπε να γίνει και ένα χειρουργείο στο κεφάλι για να αφαιρεθεί, κάτι που δεν ήθελα ούτε να το συζητήσω και ήμουν σχεδόν αρνητική. Η ζωή στην Τρίτη Λυκείου ξαφνικά άλλαξε. Λίγο διάβασμα, αρκετός ύπνος, κακή ψυχολογία, χάπια. Μία καθημερινότητα για άλλη ηλικία και όχι τη δική μου.

Κάπως έτσι φτάσαμε στον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς.

Τα αποτελέσματα των πανελληνίων είχαν βγει και εγώ είχα περάσει στην Άρτα, στο τμήμα Τεχνολογίας Γεωπονίας. Χάρηκα αρκετά, αλλά ήταν το τελευταίο που με ένοιαζε τότε. Την τελευταία μέρα του Αυγούστου πήγαμε να γνωρίσω τον γιατρό που θα αναλάμβανε το χειρουργείο. Είχα πει στους γονείς μου να ψάξουν και να διαλέξουν μόνοι τους έναν γιατρό που να είναι καλός άνθρωπος πάνω από όλα, ώστε να τον εμπιστευτώ και εγώ. Κατέληξαν στον κ. Παναγιώτη και το μόνο που έμενε ήταν να συμφωνήσω εγώ και να ορίσουμε ημερομηνία.

Σαν χθες θυμάμαι την επίσκεψή μας στο ιατρείο του. Είχα τρομερό άγχος και έτρεμα. «Το τηλέφωνό μου θα είναι ανοιχτό για οποιαδήποτε ερώτησή σου», μου είπε, και με κέρδισε. Ήρεμη και σταθερή φωνή που μου έβγαζε σιγουριά. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη μου.

– «Εντάξει, ας το κάνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται.»
– «Έχουμε δύο επιλογές. Αν θέλουμε άμεσα, πάμε στον Άγιο Λουκά, αλλιώς στο ΑΧΕΠΑ, αλλά πρέπει να περιμένουμε.»
– «Χωρίς σκέψη, στον Άγιο Λουκά», πετάγεται η μαμά μου.

Με τα πολλά, ήταν Τρίτη 31 Αυγούστου και την επόμενη Τρίτη, 7 Σεπτεμβρίου, θα κάναμε εισαγωγή. Η βδομάδα που κύλησε ήταν πάρα πολύ περίεργη. Σχεδόν κάθε βράδυ έξω. Ήμουν αρκετά υποτονική, τρομερά αγχωμένη και δεν ήθελα να μένω μόνη μου. Μεταξύ μας, φοβόμουν για το χειρότερο και, σκέψου, δεν ήξερα όλες τις λεπτομέρειες και τη διαδικασία που θα ακολουθούσε. Έφτασε η μέρα να κουρευτώ γιατί θα μου ξύριζαν τη μία πλευρά. Δεν είπα τίποτα, δεν τα είδα καν στον καθρέφτη και δεν έχω ούτε μια φωτογραφία. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν αρκετά κοντά και δεν με ένοιαζε. Με όποιον έβγαινα εκείνες τις μέρες, τον «αποχαιρετούσα» κιόλας, αλλά δεν το έλεγα· δεν ήθελα να το καταλάβουν, γιατί θα μου έλεγαν τα δικά τους όλοι. Ένα βράδυ πριν πήγαμε για φαγητό και μετά για μπύρα. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Νόμιζα ότι δεν τα ζούσα όλα αυτά και ότι κάπως θα τελείωναν, θα περνούσαν έτσι μαγικά.

Με τα πολλά ξημέρωσε και ήρθε η ώρα του χειρουργείου. Μου φόρεσαν την κλασική ρομπίτσα και ήρθαν να με πάρουν. Στο δωμάτιο ήταν η μαμά μου, η θεία μου και ο ξάδερφός μου. Ο μπαμπάς μου είχε οργώσει όλη την κλινική από το άγχος του και ήρθε τελευταία στιγμή να με δει! Δε θα μπω σε καμία λεπτομέρεια για τη διάρκεια· μόνο θα πω «ευχαριστώ» σε όλους εκείνους που με περίμεναν έξω. Όλα τελείωσαν και όλοι ένιωσαν ανακουφισμένοι, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, διότι κανένας δε θα μπορούσε να με δει εκτός από τους δικούς μου. Μετά το χειρουργείο ήρθε η εντατική… Από εκεί θυμάμαι κάποιες στιγμές, όχι και τόσο καλές, με κόσμο που φώναζε και ήθελε να φύγει.

Άνοιξα τα μάτια μου χαμογελώντας και ρώτησα αν ζω! Ήταν δίπλα μου η υπέροχη αναισθησιολόγος μου από την αρχή μέχρι το τέλος. Θυμάμαι και άλλους γιατρούς να έρχονται στη διάρκεια της νύχτας για να με δουν. Η πρώτη κουβέντα που είπα όταν με πήγαν στο δωμάτιο ήταν: «Οι πανελλήνιες μπροστά σε αυτό δεν ήταν τίποτα», και η μαμά μου γέλασε σαν μικρό παιδί, ανακουφισμένη. Η νύχτα δεν ήταν πολύ καλή, με κάποιες μικρές επιπλοκές, αλλά όλα πήγαν καλά και ίσως ακόμη καλύτερα από όσο περιμέναμε. Το αστείο σε όλα ήταν ο τόνος της φωνής μου και το πόσο αργά μιλούσα, όχι μόνο εκείνες τις μέρες αλλά για αρκετούς μήνες μετά. Κάποια πράγματα επανήλθαν μετά από κάποια χρόνια.

Οχτώ Σεπτέμβρη μπήκα στο χειρουργείο και 14 βγήκα από την κλινική. Σημαντικές μέρες για τον χριστιανισμό, αλλά και για μένα που πιστεύω. Βγάζοντας τα ράμματα, έπρεπε να διορθώσουμε τα μαλλιά. Αυτό το κανόνισαν οι φίλες μου και με πήγαν για κούρεμα. Ένα ωραιότατο κοντό αγορέ υπήρχε πλέον στο κεφάλι μου, που το κράτησα όλο τον υπόλοιπο χρόνο.

Μέσα στον Σεπτέμβρη πήγαμε στην Άρτα για εγγραφή στο ΤΕΙ και εύρεση σπιτιού. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αρχές Οκτωβρίου μετακόμισα και ξεκίνησα κανονικά τη σχολή. Χωρίς κανένα φόβο, χωρίς καθόλου άγχος, γεμάτη δύναμη και αισιοδοξία. Γεμάτη όνειρα για όλα όσα ξεκινούσαν τότε, το 2010, με όλο αυτό που είχα ζήσει να είναι ένα μεγάλο κομμάτι του χαρακτήρα μου και να το διηγούμαι με τόση περηφάνια για τη δύναμη που είχα και τα κατάφερα. Ήταν και θα είναι ένα βασικό κομμάτι που διαμόρφωσε την Παναγιώτα που είναι σήμερα. Δεν ξέρω αν θα ήμουν αλλιώς· ξέρω όμως ότι όλα για κάποιο λόγο γίνονται.

Συντάκτης: Παναγιώτα Γκογκομήτρου