Γεια μαμά, τι κάνεις;

Πώς είναι εκεί πάνω τα πράγματα; Έχει φως; Έχει άλλους ανθρώπους; Έχεις κάνει παρέες; Πώς περνάς την καθημερινότητά σου;

Πώς είναι να ζεις δίχως το χτυποκάρδι του θανάτου;

Τον παππού, που ήρθε να σε συναντήσει, τον είδες; Σου είπε αυτά που του είπα -σπαράζοντας πεσμένη πάνω από το καλό του το κοστούμι- να σου πει; Σού έδωσε το φιλί, που του είπα να σού δώσει; Ο παππούς θα έχει σίγουρα πολλά να σού πει για ‘μένα. Θα συζητάτε σίγουρα πολλές ώρες.

Μέσα στον ανείπωτο πόνο μου, δε σού κρύβω πως χαίρομαι που -τόσο ξαφνικά- αποφάσισε να έρθει να σε συναντήσει. Δε θα είσαι πια μόνη σου, θα έχεις παρέα.

Δεν ξέρω από πού θα αρχίσει να σού περιγράφει τη ζωή μας, εδώ κάτω. Λείπεις άλλωστε τόσα χρόνια. Δε θα του είναι καθόλου εύκολο. Πώς εξιστορεί κανείς 14 χρόνια ζωής; Μόνο, σε παρακαλώ, πριν παρασυρθεί και ξεκινήσει -περιχαρής- να σου λέει τι κάνουμε, παρ’ τον μιά αγκαλιά. Δώσ’ του την αγκαλιά που δεν πρόλαβα να του δώσω εκείνο το βράδυ που έφυγε. Κι ύστερα, άσ’ τον να σού πει ό,τι λαχταρά η γεμάτη καλοσύνη ψυχή του. Θα σού πει πολλά πράγματα. Για τα αδέρφια μου, για τη γιαγιά, για τον μπαμπά, για μένα.

Μεγάλωσα, μαμά. Δεν είμαι παιδί πια. Μεγάλωσα μέσα σε ένα πρωινό. Εκείνο το πρωινό, που σε είδα για τελευταία φορά. Εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό, σταμάτησα να είμαι πια παιδί. Είναι τόσο αβάσταχτο, γαμώτο, να είσαι μεγάλος. Απορώ γιατί τα παιδιά βιάζονται να μεγαλώσουν. Δεν ξέρουν τι τους περιμένει. Άγνοια κινδύνου.

Εγώ, όμως, μικρό παιδάκι -στις πρώτες τάξεις του δημοτικού- δεν είχα πια άγνοια. Είχα πλήρη γνώση. Η γνώση λένε είναι δύναμη. Πού τη βρήκανε, όμως, τη δύναμη; Να δώσουν και σε ‘μένα λίγη, που κοντεύω να λυγίσω.

Κουράστηκα, μαμά. Δεν μπορώ άλλο. Κλαίω συνέχεια, κάθε μέρα. Κλαίω πιο δυνατά από όσο έκλαιγα. Κλαίω μπας και με ακούσεις εκεί πάνω και έρθεις να με πάρεις αγκαλιά να ηρεμήσω. Όπως τότε, που ήμουνα μικρή. Θυμάσαι;

Αν δε θυμάσαι, δε σε κακολογώ. Πάνε πολλά χρόνια. Εγώ, όμως, θυμάμαι. Θυμάμαι αυτή την αγκαλιά σου, που όμοιά της στον κόσμο δεν έχω βρει άλλη. Θυμάμαι, που άνοιγες τα χέρια σου και ‘γω μικρουλάκι ερχόμουν και γραπωνόμουν πάνω σου με όλη μου τη δύναμη. Ένιωθα τέτοια ασφάλεια στην αγκαλιά σου, τέτοια ευτυχία. Ήξερες πως να με χαϊδέψεις, πώς να μου πεις ότι έκανα λάθος, πώς να με μαλώσεις, να με ηρεμήσεις, να με παινέψεις. Με μάλωνες και ‘γω δε φοβόμουν. Δε φοβόμουν, γιατί με έκανες να καταλάβω ότι είχες δίκιο. Πώς το έκανες αυτό, γαμώτο;

Ο παππούς θα σού πει κι άλλα. Πολλά. Πάντα μιλούσε με περηφάνια για ‘μας. Κοκκίνιζαν τα μεγάλα στρογγυλά και αφράτα του μάγουλα κάθε φορά που μιλούσε για τα εγγόνια του. Ήταν τόσο καλός άνθρωπος. Τώρα ξέρω από πού πήρες αυτή την αγνή σου ψυχή. Μην τον αφήσεις να παρασυρθεί και να σου πει όλα μας τα κατορθώματα. Κατορθώματα. Τρίχες, δηλαδή. Ο παππούς τα έβλεπε όλα όσα καταφέρναμε άξια επαίνου.

Εσύ; Πώς θα τα έβλεπες εσύ; Τι θα έλεγες όταν τελείωσα το σχολείο; Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο; Τώρα που το τελειώνω; Θα με μάλωνες, όταν τσακωνόμουν με τα αδέρφια μου; Όταν τσακώνομαι με τον μπαμπά, ποιός πιστεύεις έχει δίκιο; Όταν η γιαγιά, ενώ είναι άρρωστη, βγαίνει έξω για να πάει στη λαϊκή και της βάζω τις φωνές, είμαι υπερβολική;

Δεν ξέρω ρε μαμά, δεν ξέρω. Η στάση μου δηλώνει άραγε δύναμη ή αδυναμία;

Τι ρωτάω, όμως και ‘γω. Πλάκα έχω ώρες ώρες. Έτσι είναι βρε η δύναμη; Να τη βράσω τέτοια δύναμη. Εγώ κλαίω εικοσιτρείς ώρες τη μέρα. Ποιος δυνατός άνθρωπος θα γέμιζε την τσάντα του με χαρτομάντιλα και θα έκρυβε τα μάτια του πίσω από τα γυαλιά ηλίου; Μόνο εσύ ήσουν δυνατή. Και ‘γω, δυστυχώς -παρά τις προσπάθειές μου- δεν μπορώ να σου μοιάσω. Λυγίζω πολύ εύκολα στις δυσκολίες. Δεν τις αντέχω. Δεν τις αντέχει η ψυχή μου.

Αντίο, μαμά. Θα σού ξαναγράψω σύντομα. Τώρα, όμως, πάω για ύπνο. Πάω να κοιμηθώ και να ξυπνήσω το πρωί να πω στη γιαγιά ότι σε είδα στον ύπνο μου, να χαρεί κι αυτή λιγάκι.

Να μού προσέχεις τον παππού. Στέλνω μεγάλη επουράνια αγκαλιά και στους δυο σας.

Η κόρη σου.

Συντάκτης: Στέλλα Μπακάλη