«Σιγά, και τι μού είπε;» ρωτάς και ξαναρωτάς τον εαυτό σου, καθώς κατηφορίζεις για το σπίτι.
«Μάλλον –όπως πάντα– εγώ θα το πήρα πιο προσωπικά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Θα παρεξηγήθηκα, ενώ θα έκανε πλάκα.»
«Μην τα παίρνεις όλα τοις μετρητοίς, ρε· δε βγαίνει έτσι η ζωή» λένε και ξαναλένε όταν επικοινωνείς τη δυσαρέσκειά σου. Μάθε να έχεις συναισθηματική ανθεκτικότητα. Να μην είσαι «υπερβολικά ευαίσθητος», λένε. Μα τι σημαίνει αλήθεια αυτό;
Άνθρωπε, δεν είναι μόνον οι φωνές που πονάνε. Αρκεί μία μονάχα λέξη για να σε κάνει να αισθανθείς μικρός, λίγος, ανάξιος. Γιατί καμιά φορά η αγένεια και οι προσβολές δανείζονται τα ρούχα της ειρωνείας και του χιούμορ. Κι όταν μάθουν πως τους πάνε; Άστα να πάνε. Μην το ψάχνεις. Όσο αθώα και καλοπροαίρετη (καθόλου) κι αν φαίνεται η φράση που διαπέρασε τα αφτιά σου και με ταχύτητα φωτός έσκισε στα δύο την ψυχούλα σου, δεν ήταν.
Υπάρχουν φράσεις που σού έχουν πει και που δεν είναι καθόλου αθώες. Κι αν οι άλλοι, στους οποίους αφηγείσαι την ιστορία σου, κοντέψουν να σε βγάλουν τρελή, υπογράμμισέ τους, σε παρακαλώ, το ύφος και τον τρόπο με τον οποίο ειπώθηκε αυτή η φράση που σε κατέστρεψε.
Γιατί οι ίδιες λέξεις ερμηνεύονται διαφορετικά ανάλογα με το ύφος εκφοράς τους. Η άτιμη αυτή η ειρωνεία έχει καταστρέψει σπίτια. Ένα «εντάξει, εγώ τα κάνω όλα λάθος» όσο βαθυστόχαστο, βαθιά εξομολογητικό και συγκινησιακό κι αν ακούγεται, δε σάς ξυπνά τα πρωτόγονα ένστικά σας; Δε θέλετε να κλείσετε τα χεράκια σας σε μπουνίτσες –όπως κάνουν τα βρέφη– και να επιτεθείτε σε αυτόν που στέκεται απέναντί σας και χωρίς ίχνος ντροπής, μετάνοιας, ενοχής τολμά να σάς ειρωνευτεί;
«Φυσικά και τα κάνεις όλα λάθος. Όλα, όμως. Γι’ αυτό στέκομαι τώρα εγώ εδώ, σε αυτή την κατάσταση εξαλλοσύνης απέναντί σου. Γιατί δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω. Μη μάς το παίζεις και θιγμένος». Αυτή θες (και θα έπρεπε) να είναι η απάντησή σου. Αλλά, καημένε μου, δεν τολμάς να πεις κάτι τέτοιο. Για να μην πληγώσεις τον άλλον. Μικρέ και αθώε αναγνώστη, ποιόν να πληγώσεις μωρέ; Εκείνον που όχι μόνον δεν καταλαβαίνει πόσο πολύ έχει υπερβεί τα όριά σου, αλλά σε ειρωνεύεται κιόλας;
Δε λες τίποτα. Τα κρατάς – όπως πάντα – όλα μέσα σου. Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι, σκέφτεσαι. «Μωρέ, μήπως έχει δίκιο; Και στην τελική τι μού είπε; Σιγά. Άσε που μού είπε να κάνουμε ό,τι θέλω εγώ.» «Ας κάνουμε ό,τι θες, εσύ ξέρεις πάντα καλύτερα». Το γλυκάκι.
Μα σε ειρωνεύτηκε. Και η ειρωνεία του δεν ήταν αυτή η παιχνιδιάρικη, η λίγο αυτοσαρκαστική, η τσαχπίνικη, που όλοι μας χρησιμοποιούμε σαν εργαλείο επικοινωνίας. Η ειρωνεία του θέλησε να σε μειώσει. Να σε κάνει να αισθανθείς λίγη. Τιποτένια. Γιατί ξέρει ότι εσύ – λόγω φτιαξιάς – δε θα απαντήσεις. Θα σωπάσεις. Το πολύ-πολύ να κοιτάξεις με ένα βλέμμα απογοήτευσης. Το ξέρει και γι’ αυτό παίρνει αέρα και λέει κι άλλα.
Κάθε φορά λες«σιγά, πώς κάνεις έτσι, ένα αστείο έκανα». Γιατί, «τι στο καλό; Δεν μπορώ να διακρίνω ένα αστείο; Και ενώ είναι αστείο, εγώ γιατί πονάω;». Μα στην τελική, αστείο είναι εκείνο με το οποίο γελάνε όλοι. Και εκείνος που το λέει και εκείνος που το δέχεται. Διαφορετικά, είναι χοντράδα, βαθιά επηρεασμένη από την ανωριμότητα του πομπού.
Αυτή η χειριστική ειρωνεία, όμως, –που με τέτοια μαεστρία μπορεί και χρησιμοποιεί– έχει κοντά ποδάρια. Γιατί, βλέπεις, αυτή η χειριστική ειρωνεία δεν είναι εξυπνάδα. Δεν είναι χιούμορ. Δεν είναι καν τρόπος για να επικοινωνήσει κανείς ό,τι τον βαραίνει. Είναι κακία. Αγνή και ανεπιτήδευτη. Είναι χοντράδα και αγένεια. Είναι τρόπος να πικραίνει. Και το καταφέρνει.
Μέχρι να μάθεις. Και την επόμενη φορά που κάποιος θα προσπαθήσει να σε μειώσει και να σε ειρωνευτεί, θα αντιδράσεις. Δε θα χαμογελάσεις αμήχανα, δε θα μετρήσεις τα λεπτά μέχρι να πας σπίτι σου και να τυλιχτείς στις κουβέρτες σου. Θα κοιτάξεις ευθεία και θα πεις «Φτάνει, ως εδώ. Δε θα ανεχτώ άλλες προσβολές».
Γιατί, αν θέλεις κάτι, είναι ο ήρεμος και νηφάλιος εαυτός σου.
