Υπάρχουν έρωτες που δε σε κάνουν απλώς να νιώθεις. Σε κάνουν να αλλάζεις. Όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Είναι εκείνοι οι έρωτες που μπαίνουν στη ζωή σου σαν θύελλα και σε παίρνουν μαζί τους. Στην αρχή μοιάζουν με θαύμα— σε κάνουν να γελάς πιο δυνατά, να ονειρεύεσαι ξανά, να πιστεύεις πως επιτέλους βρήκες αυτό που πάντα έψαχνες. Μα σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβεις, αρχίζεις να σβήνεις.

Ξυπνάς και η διάθεσή σου εξαρτάται από ένα μήνυμά του. Αναρωτιέσαι τι έκανες λάθος όταν απομακρύνεται. Αλλάζεις τον τρόπο που φέρεσαι, που μιλάς, που σκέφτεσαι, για να του αρέσεις περισσότερο. Και κάπου εκεί, χωρίς να το συνειδητοποιείς, παύεις να είσαι εσύ.

Δεν είναι ότι δε σ’ αγαπά. Είναι ότι εσύ, μέσα σου, έχεις αρχίσει να μπερδεύεις την αγάπη με την ανάγκη. Κυνηγάς τη δική του προσοχή, γιατί κάπου, κάποτε, δεν την είχες από εκεί που την είχες ανάγκη. Ίσως από έναν γονιό, ίσως από μια παλιά σχέση, ίσως από μια παιδική απόρριψη που έμεινε μέσα σου σαν σκιά. Και τώρα, κάθε φορά που κάποιος σε αγνοεί, νιώθεις ξανά εκείνο το γνώριμο τσίμπημα κι αντί να φύγεις, κολλάς περισσότερο. Γιατί δεν κυνηγάς τον άνθρωπο· κυνηγάς την επιβεβαίωση που ποτέ δεν πήρες.

Γι’ αυτό και η μη υγιής αγάπη συχνά μοιάζει σημαντική. Σε κάνει να νιώθεις έντονα, σε κρατά σε εγρήγορση, σου θυμίζει πως ζεις. Μα δεν είναι ζωή — είναι επιβίωση. Είναι μια συνεχή προσπάθεια να αποδείξεις πως αξίζεις κάτι που θα έπρεπε να νιώθεις αυτονόητα. Και όταν, κάποια στιγμή, εμφανιστεί μπροστά σου μια αγνή, ήρεμη αγάπη — εκείνη που δεν πονάει, που δε σου κόβει την ανάσα — τη διώχνεις. Τη θεωρείς «λίγη», «άχρωμη», «χωρίς πάθος». Γιατί δεν έχεις μάθει ότι η ηρεμία μπορεί να είναι εξίσου δυνατή με την ένταση. Δεν έχεις μάθει πως η πραγματική αγάπη δε χρειάζεται να σε διαλύει για να είναι αληθινή.

Όμως όλα αυτά είναι μαθήματα. Σκληρά, αλλά αναγκαία. Μαθαίνεις πως η αγάπη που σε κάνει να αμφισβητείς τον εαυτό σου δεν είναι αγάπη.
Μαθαίνεις πως δε χρειάζεται να αλλάζεις για να αξίζεις. Πως όταν κάποιος σε θέλει πραγματικά, δε σε κάνει να τον κυνηγάς, αλλά σε πλησιάζει με ηρεμία. Πως η αγάπη που πονάει μπορεί να σε διδάξει, αλλά δεν είναι αυτή που πρέπει να κρατήσεις.

Το πιο σημαντικό όμως που μαθαίνεις, είναι να μη χάνεις τον εαυτό σου. Να θυμάσαι ποιος ήσουν πριν γνωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο. Να θυμάσαι τι σου άρεσε, τι σε γέμιζε, τι σε έκανε χαρούμενο χωρίς την παρουσία κανενός. Γιατί μόνο όταν αγαπάς εσύ εσένα, μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος σε αγαπά σωστά.

Κάθε φορά που τελειώνει ένας τέτοιος έρωτας, δε χάνεις απλώς κάποιον. Ξαναβρίσκεις κομμάτια του εαυτού σου που είχες αφήσει πίσω. Και αν είσαι αρκετά θαρραλέος, θα τα ενώσεις ξανά — αυτή τη φορά με περισσότερη επίγνωση, με περισσότερη τρυφερότητα για τον εαυτό σου.

Την επόμενη φορά που θα ερωτευτείς, θυμήσου: Η αγάπη δεν πρέπει να σε κάνει να αμφιβάλλεις για την αξία σου. Δεν πρέπει να χρειάζεται να αλλάξεις για να χωρέσεις σε αυτήν. Η αληθινή αγάπη δε σε φθείρει· σε χτίζει. Δε σε κάνει να χάνεις τον εαυτό σου· σε φέρνει πιο κοντά σε αυτόν. Κι αν χρειάστηκε να περάσεις μέσα από τοξικούς έρωτες για να το μάθεις αυτό, τότε δεν πήγαν χαμένοι. Γιατί μέσα από εκείνους έμαθες ποιος δε θέλεις να είσαι.

Και κάπου εκεί αρχίζει η αληθινή ευτυχία· όταν καταλαβαίνεις πως δε χρειάζεσαι κανέναν για να τη νιώσεις.

Συντάκτης: Νίκη Ντάλντα