Κι έτσι ξαφνικά.
Ήρθε ξανά και χτύπησε την πόρτα σου.
Σαν παλιός γνωστός που έτσι απλά ήρθε να σε δει.
Σαν άγνωστος που διάλεξε τη γωνιά σου για να ξαποστάσει.
Κι εσύ δεν ξέρεις.
Δε γνωρίζεις πότε θα ‘ρθει, αν θα ‘ρθει και πόσο θα μείνει.
Ποτέ δε θα είσαι έτοιμος.

Αλλά για αυτόν δεν έχει σημασία.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία.
Γιατί αυτός θα επιλέξει.
Όχι εσύ.
Αυτός θα διαλέξει τον τόπο και τον χρόνο
Όχι εσύ.

Και τι σου μένει;
Σου μένει μόνο να καθίσεις εκεί απέναντι
και να ανοίξεις την πόρτα.
Εύκολα η δύσκολα στο τέλος θα το κάνεις.
Κι αναρωτιέσαι αν τελικά ήθελες να ‘ρθει.
Και θα μπερδεύεσαι.
Και θα αμφιβάλλεις.
Θα αμφιβάλλεις γιατί θυμάσαι.
Γιατί θυμάσαι…

Το πρώτο σου χαμόγελο που δεν έσβηνε το βράδυ στα μαξιλάρια,
Το πρώτο σου άγγιγμα που ‘μεινε ανεξίτηλο στα δάχτυλα.
Το πρώτο σου φιλί που έλιωσε στα μάγουλα.
Το πρώτο σου φτερούγισμα στα σύννεφα.
Όλα όσα πήρες μαζί σου στ’ όνειρο.
Και φοβάσαι.
Φοβάσαι μην ξυπνήσεις.
Φοβάσαι πόσο πολύ πονάει να τα χάσεις όλα αυτά.
Και θέλεις να φωνάξεις.
Όχι ξανά. Όχι πάλι.
Γιατί δεν ξέρεις αν θα αντέξεις
ακόμα ένα ραντεβού με τους φόβους σου.

Η καρδιά σου όμως ξέρει να πνίγει τις κραυγές.
Ξέρει να σου αδειάζει το μυαλό.
Κι εσύ θα ‘σαι απλά μια φωνή.
Μια αδύναμη φωνή.
Ένας ψίθυρος προς τη σιωπή.

Το μόνο που ξέρεις είναι
ότι το αντίτιμο της αδιαφορίας είναι η απάθεια.
Και το αντίτιμο της ευτυχίας ο πόνος.
Και τι να διαλέξεις άραγε;
Το τίποτα απ’ το τίποτα;
‘Η την κορυφή απ’ τον βυθό;

Κι αποφασίζεις.
Βουτάς εκεί μέσα πάλι.
Στον βυθό για να πιάσεις την κορυφή.
Γιατί ξέρεις.
Ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς ρίσκο.
Άλλωστε βαρέθηκες.
Παρέα με τον καθρέφτη σου τόσον καιρό
να κοιτάζεστε στα μάτια.
Εσύ στα δικά του τα ψεύτικα
κι αυτός στα αληθινά σου.
Τι όμορφο άλλοθι.
Έλα λοιπόν έρωτα.
Καλωσόρισες.

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης