«Εφόσον (πάντα θα) υπάρχουν άνθρωποι πάνω από 40, γιατί στο GNTM και σε παρόμοια ριάλιτι/εκπομπές επιμένουν να κοιτάνε με απορία ή να “γειώνουν” ανθρώπους άνω των 35 που θέλουν να γίνουν μοντέλα;» Το ερώτημα αυτό, όσο απλό κι αν φαίνεται, χτυπά στην καρδιά ενός συστήματος που εδώ και δεκαετίες θεωρεί τη νιότη όχι απλώς προνόμιο, αλλά προϋπόθεση. Μια βιομηχανία που φωνάζει ότι “αγαπά τη διαφορετικότητα”, αλλά μόλις δει ρυτίδα ή ένα σώμα που δεν είναι 20 χρονών, κάνει πίσω.

Η μόδα, όπως τη γνωρίσαμε, χτίστηκε πάνω σε ένα πρότυπο: νέο, λεπτό, λείο. Μια αισθητική που συνδέει το “όμορφο” με το “φρέσκο”. Από τις πασαρέλες του Παρισιού μέχρι τις διαφημίσεις καλλυντικών, η εικόνα που κυριαρχεί είναι σχεδόν πάντα η ίδια, νεανικά σώματα, πρόσωπα χωρίς ρυτίδες, δέρμα που λάμπει με τρόπο που η ζωή σπάνια επιτρέπει μετά από κάποια ηλικία.

Αυτό το ηλικιακό φίλτρο δεν είναι απλώς αισθητικό. Είναι και οικονομικό. Η βιομηχανία της μόδας και της ομορφιάς ζει από την υπόσχεση ότι μπορούμε να κρατήσουμε τη νεότητα, ότι μπορούμε να αγοράσουμε την ψευδαίσθηση του χρόνου που δεν περνά. Άρα, τα μοντέλα πουλούν αυτή την υπόσχεση. Και γι’ αυτό, η ηλικία αντιμετωπίζεται ως ρήγμα στη φαντασίωση.

Όμως το ερώτημα παραμένει: γιατί; Γιατί, ενώ ο κόσμος αλλάζει, η μόδα επιμένει να μένει κολλημένη σ’ ένα αφήγημα που δεν αντικατοπτρίζει πλέον την κοινωνία γύρω της; Η ιδέα ότι «στα 35 τελειώνει το modeling» είναι παράλογη αν σκεφτεί κανείς πως οι καταναλωτές άνω των 40 αποτελούν τεράστιο κομμάτι του κοινού που στηρίζει τη βιομηχανία της μόδας. Είναι αυτοί που αγοράζουν, καταναλώνουν, επενδύουν στην εικόνα τους. Κι όμως, είναι σαν να τους αγνοούμε. Τα πρόσωπα που βλέπουν να διαφημίζουν αυτά τα προϊόντα σπάνια τους μοιάζουν. Η βιομηχανία, στην προσπάθειά της να δείχνει “νέα”, καταλήγει να γίνεται ψεύτικη. Γιατί η αληθινή ζωή έχει ρυτίδες. Έχει σώματα που αλλάζουν, πρόσωπα που κουβαλούν εμπειρία. Και αυτή η εμπειρία είναι κάτι που το κοινό πλέον αναζητά.

Η εμμονή στη νεότητα δεν είναι απλώς αισθητικό στερεότυπο. Είναι κοινωνική καταπίεση. Ειδικά για τις γυναίκες, που βλέπουν το πέρασμα του χρόνου να τις δαιμονοποιεί. Ένας άντρας στα 45 είναι “ώριμος”, “γοητευτικός”, “με κύρος”. Μια γυναίκα στα 45 είναι “εκτός αγοράς”. Κι όμως, η πραγματικότητα διαψεύδει αυτά τα σχήματα. Οι άνθρωποι σήμερα ζουν περισσότερο, φροντίζουν το σώμα και το πνεύμα τους, ξεκινούν δεύτερες και τρίτες καριέρες. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, η μόδα να συνεχίζει να τους αγνοεί;

Ευτυχώς, κάτι αρχίζει να αλλάζει, αργά αλλά σταθερά. Οίκοι όπως η Celine, η Saint Laurent, η The Row και η Balenciaga έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν μοντέλα άνω των 40 στις καμπάνιες τους. Η Maye Musk, μητέρα του Elon Musk, έγινε το πρόσωπο της CoverGirl στα 69 της. Η Carolyn Murphy, η Amber Valletta, η Naomi Campbell συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν σε διεθνείς καμπάνιες, αποδεικνύοντας ότι το modeling δεν είναι επάγγελμα με ημερομηνία λήξης. 

Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το πώς το κοινό αντιδρά: με ενθουσιασμό. Γιατί βλέπει κάτι αληθινό, κάτι που μπορεί να αναγνωρίσει. Όταν μια γυναίκα 50 ετών βλέπει μια καμπάνια με κάποιον που της μοιάζει, δεν αισθάνεται αποκλεισμένη. Αντίθετα, νιώθει ορατή. Η μόδα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι η αντιπροσώπευση δεν είναι απλώς “πολιτικά ορθή”, είναι καλή για το brand. Η αυθεντικότητα πουλάει. Και η αυθεντικότητα δεν έχει ηλικία. Κι όμως, στην Ελλάδα, η συζήτηση αυτή δείχνει να καθυστερεί. Εκπομπές όπως το GNTM αναπαράγουν ένα μοντέλο αξιολόγησης που μοιάζει να έχει ξεμείνει στη δεκαετία του 2000. Όταν ένας άνθρωπος 35 ή 40 ετών τολμά να διεκδικήσει μια θέση σε ένα τέτοιο σόου, η αντίδραση δεν είναι ενθάρρυνση, είναι ειρωνεία.

Το βλέμμα που λέει “μα καλά, τώρα θυμήθηκες να γίνεις μοντέλο;” κρύβει βαθιά ριζωμένες κοινωνικές προκαταλήψεις. Ότι το όνειρο έχει ημερομηνία λήξης. Ότι αν δεν τα έχεις καταφέρει μέχρι τα 30, “έχασες το τρένο”. Αυτό το βλέμμα, όμως, είναι και ο λόγος που η συζήτηση πρέπει να ανοίξει. Γιατί δε μιλάμε απλώς για μόδα. Μιλάμε για το δικαίωμα των ανθρώπων να ξεκινούν ξανά, να εκφράζονται, να υπάρχουν δημόσια χωρίς να απολογούνται για την ηλικία τους.

Η μόδα έχει πάντα τη δύναμη να καθρεφτίζει την εποχή της. Όταν είναι ειλικρινής, δείχνει ποιοι είμαστε και πώς αλλάζουμε. Όταν όμως παραμένει κολλημένη σε στερεότυπα, γίνεται ψεύτικη. Σήμερα, που η κοινωνία επαναπροσδιορίζει τι σημαίνει “ομορφιά”, η μόδα δεν έχει περιθώριο να μένει πίσω. Η ομορφιά δεν είναι πια κάτι που περιορίζεται σε μια ηλικιακή ομάδα ή σε ένα σώμα συγκεκριμένων αναλογιών. Είναι τρόπος να υπάρχουμε στον κόσμο με αυτοπεποίθηση και αυθεντικότητα. Το μοντέλο των 40, των 50 ή των 60 δεν είναι “εναλλακτικό”. Είναι απλώς πραγματικό.

Η λύση δεν είναι να δημιουργηθεί ένα ειδικό πεδίο για “ώριμα” μοντέλα, σαν να πρόκειται για μια ξεχωριστή κατηγορία. Η λύση είναι να σταματήσει η ανάγκη για ταμπέλες. Να βλέπουμε στις καμπάνιες ανθρώπους όλων των ηλικιών, φύλων και σωμάτων χωρίς να χρειάζεται να το τονίσουμε ως ιδιαιτερότητα. Η ηλικία δεν πρέπει να είναι θέμα, πρέπει να είναι δεδομένο. Όπως ακριβώς αποδεχόμαστε ότι υπάρχουν διαφορετικά ύψη, χρώματα ή στυλ, έτσι πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχουν και διαφορετικά στάδια ζωής. 

Και το πιο σημαντικό: να δώσουμε χώρο σ’ εκείνους που δεν πρόλαβαν να κυνηγήσουν τα όνειρά τους στα 20 τους. Γιατί πολλοί άνθρωποι στα 40 ή στα 50 έχουν για πρώτη φορά την αυτοπεποίθηση, τη σταθερότητα και τη γνώση να τολμήσουν αυτό που κάποτε φοβόντουσαν. Η μόδα που αποκλείει αυτούς τους ανθρώπους δεν είναι προοδευτική. Είναι φοβισμένη.

Η ιδέα ότι “το modeling είναι για τους νέους” ανήκει σε μια εποχή που έχει ήδη περάσει. Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει και η μόδα δεν μπορεί να μείνει θεατής. Οι άνθρωποι δε λήγουν στα 40. Δε λήγουν ποτέ, όσο συνεχίζουν να έχουν όνειρα, πάθος και διάθεση να εκφραστούν. Κι αν κάτι πρέπει να αλλάξει στα ριάλιτι όπως το GNTM, δεν είναι οι κανόνες του modeling, αλλά το βλέμμα με το οποίο αντιμετωπίζουμε το χρόνο. Γιατί η ηλικία δεν είναι εμπόδιο· είναι ιστορία. Και οι ιστορίες αυτές αξίζουν να φαίνονται στη σκηνή, στην πασαρέλα και στην οθόνη, όχι να κρύβονται πίσω από την ψευδαίσθηση της “αιώνιας νιότης”.

Η μόδα του μέλλοντος δε θα μετρά νούμερα. Θα μετρά χαρακτήρες.

Συντάκτης: Μαρία Γεωργίου