Κάποιες φορές νιώθεις ότι το μέσα σου ουρλιάζει αλλά εσύ δε βρίσκεις το θάρρος να πεις κουβέντα σε κανέναν δικό σου. Ίσως γιατί δε θέλεις να σε κρίνουν. Ίσως γιατί νομίζεις ότι δε θα σε καταλάβουν. Αποτέλεσμα; Να περνάνε οι μέρες ή και οι μήνες κι εσύ να μένεις με το ίδιο βάρος, το ίδιο πλάκωμα στο στήθος, το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι.

Ξέρεις πως αν πεις τις σκέψεις σου έτσι όπως είναι θα ξαλαφρώσεις -που λένε- και όλα θα μοιάζουν να έχουν λυθεί. Στην πραγματικότητα τίποτα δε θα έχει λυθεί, βέβαια, αλλά εσύ θα αρχίσεις να βλέπεις τα πράγματα πιο καθαρά και να βάζεις μια τάξη σε αυτές τις σκέψεις. Ίσως να βρεις την αρχή και τη μέση τους. Το τέλος, θαρρώ πως δεν.

Να μιλήσεις όμως σε ποιον; Οι γονείς σου θα το πάρουν συναισθηματικά— θα στεναχωρηθούν, θα φοβηθούν ή θα νιώσουν τύψεις. Τα αδέρφια σου θα το μετατρέψουν σε πλάκα ή θα σε πειράξουν, και τότε θα νιώσεις ακόμη πιο μόνος και παρεξηγημένος. Οι φίλοι σου ίσως δεν ξέρουν πώς να ανταποκριθούν· φοβάσαι ότι θα σε κρίνουν. Και στον ψυχολόγο σου— τι να του πεις πια; Τα έχεις ξαναπεί χίλιες φορές και μένεις κολλημένος στο ίδιο σημείο, νιώθεις ότι επαναλαμβάνεις χωρίς ουσιαστική αλλαγή. Έτσι ξαφνικά η σιωπή μοιάζει πιο παρηγορητική αλλά κουραστική και μέχρι ένα σημείο ανούσια.

Από το πουθενά βρίσκεσαι με την παρέα σου έξω κι εκεί γνωρίζετε μια άλλη παρέα. Η χημεία τρομερή, οι συζητήσεις ακραίες και οι απόψεις όλο και πιο «όμοιες». Συνειδητοποιείς ξαφνικά ότι έχεις πει τα πάντα, όχι μόνο για όσα σε βαραίνουν αλλά και για όλη σου τη ζωή. Είστε άνθρωποι εντελώς άγνωστοι, που μάλλον δε θα βρεθείτε και ποτέ ξανά (βέβαια ποτέ μη λες ποτέ) και χωρίς να το έχεις καταλάβει φεύγεις ανάλαφρος και οριακά έχεις βρει και λύση στους προβληματισμούς σου.

Η λύτρωση που ένιωσες μετά το τέλος αυτής της ημέρας ήταν μοναδική. Τα λόγια που είπες ήταν τόσο αληθινά και χωρίς φίλτρο. Πρώτη φορά λες τα εσώψυχά σου σε κάποιους ανθρώπους που δε γνώριζες καν και δεν αναρωτήθηκες ούτε στιγμή αν ήταν σωστό ή όχι. Χωρίς αμφιβολία ήταν ό,τι καλύτερο έχεις κάνει τον τελευταίο καιρό και ίσως να ένιωσες και λίγο περηφάνια μέσα σου για εσένα. Άνοιξες την ψυχή σου χωρίς καν να το καταλάβεις. Ίσως γιατί αυτοί οι άνθρωποι δε σε ήξεραν. Ίσως γιατί σκέφτηκες πως δε θα τους ξαναδείς ποτέ. Ίσως απλώς γιατί, για πρώτη φορά μετά από καιρό, ένιωσες ασφαλής να μιλήσεις. Ούτε εσύ μπορείς να εξηγήσεις πώς συνέβη, απλώς έγινε. Κι αν ήξερες πόσο καλό θα σου έκανε θα ήθελες να το είχες κάνει πιο πριν.

Κάπως έτσι, το μέσα σου κατάφερε να χαμογελάσει ξανά. Ένα χαμόγελο αληθινό, ήσυχο, γεμάτο περηφάνια για σένα, που επιτέλους τόλμησες να γίνεις λίγο πιο ελεύθερος.Και σε αυτό βοήθησε ένας ξένος άνθρωπος, κάποιος που δε σε ήξερε καθόλου αλλά τον άφησες να μάθει όλη σου τη ζωή, όλα όσα σε βαραίνουν. Κάποιος που ήρθε την κατάλληλη στιγμή, στο κατάλληλο μέρος, και συναντηθήκατε.

Συντάκτης: Παναγιώτα Γκογκομήτρου