Υπάρχουν μέρες που μοιάζουν να μην κουβαλούν τίποτα το σπουδαίο. Ξυπνάς, φτιάχνεις καφέ, ανοίγεις το παράθυρο κι αφήνεις τον αέρα να σου χαϊδέψει το πρόσωπο  σαν να σου λέει “είσαι ακόμη εδώ”. Δεν έγινε κάτι, δεν άλλαξε κάτι, κι όμως υπάρχει μια αδιόρατη γλύκα στο ότι απλώς συνέβη το πρωί. Αυτές είναι οι στιγμές που κανείς συνήθως δεν παρατηρεί, αλλά μέσα τους κρύβεται ολόκληρη η φιλοσοφία της ζωής: η ήσυχη αποδοχή του τώρα.

Καμιά φορά η ποίηση δε γράφεται. Ζει. Αναπνέει μέσα στο άρωμα του καφέ που αχνίζει στο τραπέζι, στα ψίχουλα που μένουν πάνω στο πιάτο, στο βλέμμα κάποιου άγνωστου που σε κοίταξε λίγο παραπάνω στο φανάρι. Δεν είναι μεγάλες οι στιγμές αυτές. Είναι μικρές, σχεδόν αόρατες αλλά είναι οι μόνες αληθινές. Εκεί μέσα κρύβεται το “γιατί” της ύπαρξης: μια ανάγκη να δεις το φως να αλλάζει γωνία πάνω σε ένα ποτήρι νερό και να πεις μέσα σου ότι αυτό είναι αρκετό.

Περπατάς στον δρόμο. Γύρω σου κόσμος βιαστικός, ακουστικά στ’ αυτιά, πρόσωπα βυθισμένα στις οθόνες. Κι εσύ στέκεσαι ένα λεπτό μπροστά σε μια βιτρίνα που δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο. Κοιτάζεις την αντανάκλασή σου, λίγο θολή, λίγο ξένη, κι εκεί μέσα σ’ αυτή τη μικρή διακοπή καταλαβαίνεις πως ζεις. Όχι γιατί κάνεις κάτι “μεγάλο”, αλλά γιατί αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου ως μέρος του κόσμου, μιας σιωπηλής κίνησης που δε χρειάζεται επευφημίες.

Η καθημερινή ποίηση είναι το αντίθετο της φανφάρας. Δε θέλει τίτλους, ούτε μεγάλα λόγια. Θέλει παρουσία. Θέλει να μπορείς να σταθείς για λίγο χωρίς να χρειάζεται να γίνει κάτι. Να παρατηρείς. Να αφήνεις τη μέρα να περνάει χωρίς να την πιέζεις να σου αποκαλύψει κάποιο νόημα. Γιατί, ίσως, το νόημα είναι ακριβώς αυτό: ότι δε χρειάζεται νόημα για να είναι όμορφη η στιγμή.

Κάποτε νόμιζα πως η ζωή κρύβεται στα μεγάλα γεγονότα: στα ταξίδια, στις επιτυχίες, στους έρωτες που σε ξεριζώνουν. Όμως όσο μεγαλώνω, καταλαβαίνω πως το ουσιαστικότερο ταξίδι είναι εκείνο που κάνεις από το πρωί ως το βράδυ, ανάμεσα σε απλές πράξεις. Το να μιλήσεις με κάποιον που δεν περίμενες. Το να χαμογελάσεις χωρίς λόγο. Το να αφήσεις μια κουβέντα στη μέση, γιατί καμιά φορά η σιωπή λέει περισσότερα.

Ποίηση είναι όταν καθαρίζεις το σπίτι και μέσα από τη ρουτίνα νιώθεις κάτι σαν ειρήνη. Όταν κάθεσαι μόνος στο μπαλκόνι και μετράς τις γάτες της γειτονιάς. Όταν θυμάσαι κάποιον που δεν υπάρχει πια, και αντί να σε πνίγει η θλίψη, νιώθεις ένα απαλό ευχαριστώ. Αυτές οι μικρές πράξεις, που δεν τις γράφει κανένα βιογραφικό, είναι εκείνες που σε κάνουν άνθρωπο.

Ίσως η πιο όμορφη φιλοσοφία ζωής να είναι αυτή: να μπορείς να βλέπεις το ιερό μέσα στο κοινότοπο. Να πιάνεις τη στιγμή από το μανίκι πριν χαθεί, και να της ψιθυρίζεις “σε βλέπω”. Να κατανοείς πως δεν υπάρχει “μετά” που θα σου φέρει κάτι καλύτερο — υπάρχει μόνο το τώρα, κι αυτό αρκεί. Γιατί στο τέλος, το μόνο που μένει από μια ζωή είναι μια σειρά από στιγμές που κάποτε σε άγγιξαν. Και καμιά φορά, ένα φλιτζάνι καφές μπορεί να κουβαλά περισσότερη αλήθεια απ’ ό,τι ένα ολόκληρο βιβλίο.

Μια κουβέντα με έναν φίλο. Μια βόλτα χωρίς σκοπό. Μια ξαφνική βροχή που σε βρίσκει χωρίς ομπρέλα και αντί να τρέξεις, γελάς. Όλα αυτά δεν είναι μικρά. Είναι οι ρίζες της ύπαρξης. Είναι ο τρόπος που η ζωή σου λέει “σ’ αγαπώ” χωρίς να χρειάζεται λέξεις.

Και κάπου εκεί, ανάμεσα σε απλά πράγματα, αντιλαμβάνεσαι πως δενχρειάζεται να “προλάβεις” τίποτα. Δε χρειάζεται να τα έχεις όλα λυμένα. Αρκεί να συνεχίζεις να βλέπεις το ωραίο, να νιώθεις, να συμμετέχεις. Να θυμάσαι πως κάθε μέρα, όσο κοινή κι αν φαίνεται, είναι ένας μικρός στίχος από ένα ποίημα που δεν έχει τέλος. Γιατί, τελικά, η ζωή δεν είναι κάτι που περιμένουμε να αρχίσει. Είναι κάτι που ήδη συμβαίνει — εδώ, τώρα, μέσα σε μια γουλιά καφέ, μέσα σε μια κουβέντα της στιγμής, μέσα σε ένα βλέμμα που διασταυρώθηκε με το δικό σου και ίσως δεν το ξαναδείς ποτέ. Κι όμως, ήταν αρκετό για να σε κάνει να θυμηθείς ότι αναπνέεις.

Η καθημερινότητα δεν είναι φυλακή. Είναι καμβάς. Και η ποίηση  αυτή η αθόρυβη, σχεδόν ταπεινή ποίηση είναι η πιο γενναία μορφή ελευθερίας. Γιατί σου επιτρέπει να βρεις το θαύμα εκεί που κανείς δεν κοιτάζει. Στο εδώ. Στο απλό. Στο εφήμερο που όμως είναι, κατά βάθος, το πιο μόνιμο πράγμα που έχουμε.

Συντάκτης: Ίννα Σταύρου