Κάπου γύρω στα δεκαοχτώ, σχεδόν όλοι περιμένουμε με ανυπομονησία τη στιγμή που θα κρατήσουμε στα χέρια μας το πολυπόθητο δίπλωμα οδήγησης. Είναι, για πολλούς, το πρώτο μεγάλο βήμα προς την ανεξαρτησία, η απόδειξη πως μπορούμε να σταθούμε μόνοι μας, να κινηθούμε όπου και όπως θέλουμε, χωρίς να εξαρτόμαστε από κανέναν, όπως νομίζαμε όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Όμως, είμαστε πραγματικά όλοι ανεξάρτητοι;
Υπάρχει μια ολόκληρη κατηγορία ανθρώπων που, ενώ γνωρίζουν να οδηγούν —και συχνά έχουν και δικό τους αυτοκίνητο—, στην πράξη διστάζουν να οδηγήσουν. Δεν πρόκειται για άγνοια ή ανικανότητα, αλλά για ένα εσωτερικό σφίξιμο ή μια ανασφάλεια που τους κρατά πίσω. Αυτοί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το αυτοκίνητο μόνο για τα απολύτως απαραίτητα∙ μια κοντινή διαδρομή, μια υποχρέωση μέσα στην πόλη. Όταν, όμως, έρθει η στιγμή για κάτι πιο “μεγάλο” —ένα ταξίδι εκτός πόλης, μια άγνωστη διαδρομή— ο φόβος επιστρέφει. Και τότε, ή θα βρουν μια δικαιολογία ή θα πουν απλώς την αλήθεια: φοβούνται.
Μπορει λοιπόν να έχουν δίπλωμα και δικό τους αυτοκίνητο, καταλήγουν όμως να εξαρτώνται και πάλι από κάποιον άλλον για να πάνε εκεί που θέλουν. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ανεξάρτητοι-εξαρτημένοι, μια αντίφαση που όμως κρύβει πίσω της κάτι πολύ ανθρώπινο, αλλά και δύσκολα κατανοητό από πολλούς στον κύκλο τους. Αυτοί οι άνθρωποι προσπαθούν πάρα πολύ μέσα τους και όντως πιστεύουν ότι μπορούν να οδηγήσουν παντού∙ απλά δεν είναι ακόμη έτοιμοι ή δεν ξέρουν πραγματικά γιατί είναι κολλημένοι και δεν κάνουν το βήμα.
Το λάθος που συχνά γίνεται είναι η πίεση που τους ασκείται να το κάνουν. Όταν πιέζεις κάποιον να “τολμήσει” και να κάνει αυτό το βήμα που δε νιώθει έτοιμος να κάνει, δεν τον ενθαρρύνεις – τον εγκλωβίζεις. Αντί να τον πεισμώσεις, τον τρομάζεις. Συχνά αντιμετωπίζεται αυτή η φοβία τους με ειρωνεία και κακά σχόλια: «Μα καλά, γιατί δεν οδηγείς;», «Τι φοβάσαι;», «Όλοι οδηγούν!». Κανείς, όμως, δε βλέπει τον αγώνα που δίνουν αυτοί οι άνθρωποι μέσα τους, την καθημερινή προσπάθεια να ξεπεράσουν ένα φρένο που δεν είναι μηχανικό, αλλά ψυχικό. Γιατί αυτό που χρειάζεται δεν είναι επίπληξη ή κριτική, αλλά κατανόηση. Ο καθένας έχει τον δικό του ρυθμό, τον δικό του τρόπο να κατακτά την ανεξαρτησία του. Αυτός ο άνθρωπος ξέρει πολύ καλά ότι μπορεί να το κάνει∙ απλά κάπως μέσα του βασανίζεται και καταπιέζεται από την κοινωνία για να το κάνει με ρυθμό που δεν του ταιριάζει.
Κι όμως, κάποια στιγμή, όταν κανείς δεν το περιμένει, αυτοί οι άνθρωποι κάνουν το βήμα. Όχι απλώς αλλάζουν πόλη, αλλά και νομό. Γιατί όλο αυτό το διάστημα, στο μυαλό τους, είχαν ήδη κάνει τη διαδρομή ξανά και ξανά. Ήξεραν πού έχει φανάρι, πού θα στρίψουν, πού θα σταματήσουν. Είχαν οργανώσει κάθε λεπτομέρεια, όχι για να νιώσουν έλεγχο, αλλά για να νιώσουν ασφάλεια. Και τότε, όταν νιώσουν πως ήρθε η ώρα, φεύγουν μόνοι. Χωρίς συνοδηγούς, χωρίς συμβουλές, χωρίς φωνές. Ανοίγουν το ραδιόφωνο, αφήνουν τη μουσική να τους συνοδεύσει και ταξιδεύουν. Περίμεναν απλώς τη στιγμή που θα ένιωθαν έτοιμοι — γι’ αυτούς και όχι για τους άλλους — μέχρι που ήρθε.
Η ανεξαρτησία, λοιπόν, δεν είναι πάντα ζήτημα ταχύτητας ή τόλμης. Είναι, πολλές φορές, μια διαδρομή εσωτερική και βαθιά· ένα ταξίδι που γίνεται πρώτα μέσα μας και μετά στον δρόμο. Και όταν κάποιος δεν το έχει ζήσει, δεν μπορεί να το αντιληφθεί — ούτε και θέλει, ίσως. Όταν αυτό το ταξίδι ξεκινήσει, τότε η αληθινή ανεξαρτησία δε χρειάζεται πια αποδείξεις, όπως πίστευε κανείς.
Και μήπως τελικά δε μιλάω για το δίπλωμα οδήγησης;
