Η προσωπική τοποθέτηση του Άδωνι Γεωργιάδη, η οποία τάσσεται υπέρ της νόμιμης οπλοκατοχής και της αυτοπροστασίας, σύμφωνα με το αμερικανικό μοντέλο, ήταν αμήχανη και ήρθε σε μια μάλλον ατυχή στιγμή. Ο ίδιος δήλωσε ότι:

«Εμένα μ αρέσει το αμερικάνικο μοντέλο στην οπλοκατοχή. Αυτή είναι πάντα η άποψή μου από παιδί, δεν την έχω αλλάξει. Νόμιμη (οπλοκατοχή), μόνο νόμιμη.»

«Στην Αμερική έχουν αυστηρό νόμο αυτοπροστασίας. Εάν μπει κάποιος σπίτι σου μπορείς να τον πυροβολήσεις. Αυτό δεν είναι στην Ευρώπη… άλλη κουλτούρα, διαφορετική. Αλλά εμένα μ’ αρέσει γενικά οι άνθρωποι να είναι αξιόμαχοι και να μπορούν να υπερασπιστούν την ελευθερία τους. Μ αρέσει η ελευθερία πάρα πολύ και η ελευθερία χρήζει υπερασπίσεως.»

Αυτό αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για το σχόλιο της Ράνιας Τζίμα. Σύμφωνα με δημοσίευμα του Reader.gr, η τηλεπαρουσιάστρια ανέδειξε συγκεκριμένα στοιχεία για την κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζοντας ότι ο αριθμός περιστατικών με πυροβολισμούς σε σχολεία καταδεικνύει πως η διαδεδομένη οπλοκατοχή δεν είναι χωρίς συνέπειες. Συγκεκριμένα, η Τζίμα ανέφερε ότι «σύμφωνα με πανεπιστήμιο στο Άινταχο, το 2024 στις ΗΠΑ είχαμε 336 incidents, δηλαδή περιστατικά με πυροβολισμούς σε σχολεία, ευτυχώς όχι όλα θανάσιμα, ενώ το 2025, το οποίο δεν έχει εκπνεύσει ακόμα, 208 και μακάρι ο αριθμός να παραμείνει αυτός». Παράλληλα, τόνισε πως η θέση του Γεωργιάδη δεν εκφράζει τη συλλογική γραμμή της κυβέρνησης, ωστόσο ως δημόσια τοποθέτηση από πολιτικό σε αυτή τη θέση δεν είναι ασήμαντη.

 


 

Ας προχωρήσουμε τώρα σε μια πιο περιγραφική και αναλυτική προσέγγιση, τι ακριβώς απάντησε η Ράνια Τζίμα, ποιες είναι οι επιπτώσεις της θέσης που υπερασπίζεται ο Άδωνις Γεωργιάδης, και ποια ζητήματα εγείρονται.

Καταρχάς, η Τζίμα δεν περιορίστηκε σε μια απλή διαφωνία. Χρησιμοποίησε αριθμητικά στοιχεία και παραδείγματα για να δείξει ότι η αποδοχή της νόμιμης οπλοκατοχής και της αυτοπροστασίας, όπως την υπερασπίζεται ο Γεωργιάδης, ενέχει κινδύνους. Ο ισχυρισμός ότι «όλα αυτά έχουν συμβεί με νόμιμα όπλα», όπως η ίδια είπε, υπονοεί πως η ύπαρξη ενόπλων μέσων στο σπίτι ή στην κοινωνία δεν εξασφαλίζει απαραίτητα μια σταθερή κατάσταση ασφάλειας.

Η ίδια η Τζίμα επισημαίνει πως τα όπλα, ακόμη και όταν είναι «νόμιμα», δημιουργούν μια μορφή εξοικείωσης μέσα στα σπίτια στη διατύπωσή της «δηλαδή τα όπλα δημιουργούν μία εξοικείωση μέσα στα σπίτια». Σε αυτό το σημείο η συζήτηση δεν είναι απλώς τεχνική, του στιλ νόμιμα ή παράνομα όπλα, αλλά κοινωνική και πολιτιστική. Αφορά το κατά πόσο η ύπαρξη όπλων διαμορφώνει νοοτροπίες, συμπεριφορές, ασφάλεια, κίνδυνο, και τι σημαίνει αυτό για την κοινωνία συνολικά.

Από την άλλη πλευρά, η θέση του Άδωνι Γεωργιάδη περί αυτοπροστασίας και οπλοκατοχής όπως την ανέφερε ο ίδιος ανοίγει έναν σημαντικό διάλογο. Μπορεί να θεωρηθεί ότι ένας πολίτης έχει δικαίωμα να προστατεύσει το σπίτι και την οικογένειά του όταν η κρατική ασφάλεια θεωρείται ανεπαρκής; Και ποιος κρίνει αυτή την ανεπάρκεια; Επίσης, σε μια χώρα όπου η ενδοοικογενειακή βία είναι στα ύψη, είναι ασφαλές να μιλάμε για την ύπαρξη όπλων εντός της οικείας; Παράλληλη, θα ενίσχυε αυτή η φιλοσοφία και τη βία μεταξύ ανηλίκων;

Η σημασία της τοποθέτησης της Τζίμα έγκειται στο ότι επιδιώκει να μεταφέρει το θέμα από τα «δικαιώματα» στο «καλό» και το «επικίνδυνο». Δε λέει ότι η αυτοπροστασία είναι «κακή», αλλά ότι η έννοια της νόμιμης οπλοκατοχής συνοδεύεται από δημογραφικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα που πρέπει να προβληματίσουν. Για παράδειγμα, αν η αυξημένη οπλοκατοχή συνοδεύεται από αύξηση των πυροβολισμών σε σχολεία όπως υποστηρίζει με στοιχεία, τότε η συζήτηση δεν αφορά μόνο το ατομικό δικαίωμα αλλά το συλλογικό κόστος.

Επιπλέον, η Τζίμα τόνισε ότι, επειδή ο κ. Γεωργιάδης κατέχει δημόσια θέση, η τοποθέτηση του έχει μεγαλύτερη βαρύτητα επειδή κατατίθεται στη δημόσια σφαίρα και με το αξίωμα που έχει ο κ. Γεωργιάδης σε μια συγκυρία, η οποία είναι φορτισμένη.

Τελικά, η απάντηση της Τζίμα μπορεί να συνοψιστεί ως εξής. Η θέση υπέρ της νόμιμης οπλοκατοχής και αυτοπροστασίας, όπως υποστηρίζεται από τον Άδωνι Γεωργιάδη, δεν μπορεί να εξεταστεί μόνο υπό το πρίσμα της ελευθερίας του πολίτη. Πρέπει να εξετάζεται συνολικά, μέσα σε κοινωνικό πλαίσιο που περιλαμβάνει και το ενδεχόμενο αρνητικών συνεπειών, ειδικά όταν τα όπλα είναι νομίμως κατεχόμενα, αλλά οι περιστάσεις δείχνουν ότι ακόμη και «νόμιμη» κατοχή δεν εξασφαλίζει αποφυγή της βίας. Η τεκμηρίωση με στοιχεία από τις ΗΠΑ ενισχύει το επιχείρημα ότι το ζήτημα είναι ευρύτερο και δεν αφορά μόνο την ελληνική πραγματικότητα, αλλά ένα πρόβλημα διεθνούς εμβέλειας.

Από την πλευρά της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι η συζήτηση για την οπλοκατοχή δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από τα δεδομένα ασφάλειας, τα ποσοστά ένοπλης βίας, τις συνέπειες στις κοινότητες και τα σχολεία. Δεν είναι μόνο «δικαίωμα» αλλά και «ευθύνη», και η αναγνώριση αυτής της ευθύνης φαίνεται να υπαγορεύει τη στάση που υιοθέτησε η Τζίμα. Όταν δηλώνει ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες πληρώνουν πάρα πολύ βαρύ τίμημα για αυτό», δεν πρόκειται για υπερβολή, αλλά για προσπάθεια να φωτιστεί η άλλη όψη της ίδιας ελευθερίας.

Εν τέλει, ποιο είναι το κόστος της αποδοχής της ευρείας οπλοκατοχής, ακόμη και όταν αυτή θεωρείται «νόμιμη»; Πώς διαμορφώνονται οι κοινωνικές αντιλήψεις και οι πρακτικές όταν όπλα υπάρχουν στο σπίτι, στην οικογένεια, στην καθημερινότητα; Και τελικά, πώς διασφαλίζεται ότι η δικαιολογημένη αυτοπροστασία δε μετατρέπεται σε πρόδρομο νέας μορφής ανασφάλειας; Η απάντηση δεν είναι απλώς αντιπαράθεση, αλλά πρόσκληση σε προβληματισμό.

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου