Υπάρχουν στιγμές που δε νιώθεις. Δεν είσαι ερωτευμένος, δεν καίγεσαι, δε σκέφτεσαι το άτομο απέναντί σου όταν τελειώσει η νύχτα. Κι όμως, κάτι σε κρατάει εκεί — μια ανάγκη να μην αποκαλυφθεί αυτό το «κενό». Να μην καταλάβει ο άλλος πως δεν υπάρχει πια συναίσθημα. Έτσι, το σώμα αρχίζει να παίζει ρόλο. Κυριολεκτικά.

Και πίσω από κάθε κίνηση, κρύβεται μια μικρή προσπάθεια να σώσεις μια ιστορία που μέσα σου έχει ήδη τελειώσει.

 

1. Φιλιά χωρίς ψυχή, αλλά με τεχνική

Τα φιλιά γίνονται σωστά — αλλά όχι αληθινά. Δεν είναι αυτά τα φιλιά που σταματούν τον χρόνο· είναι εκείνα που κρατούν τα προσχήματα. Φιλάς με γλώσσα αλλά σαν ρομπότ. Για να μη φανεί ότι το μέσα σου έχει αδειάσει. Και ο άλλος το νιώθει, έστω κι αν δεν το λέει. Γιατί το πρώτο που προδίδει την απουσία έρωτα, είναι το φιλί — κι εσύ το ξέρεις.

 

2. Κρατάς το βλέμμα μακριά

Αποφεύγεις να κοιτάξεις στα μάτια. Όχι γιατί ντρέπεσαι — αλλά γιατί το βλέμμα είναι καθρέφτης, και δεν αντέχεις να δεις το «δεν νιώθω». Κοιτάς στο πλάι, χαμηλά, στο σώμα, οπουδήποτε εκτός από εκεί. Γιατί αν σταθείς στα μάτια, ίσως ο άλλος δει αυτό που εσύ προσπαθείς να θάψεις: την απουσία έρωτα. Η πιο σιωπηλή, ήσυχη ενοχή — ότι δίνεις το σώμα σου, αλλά όχι την ψυχή σου.

 

3. Γίνεσαι ο “τέλειος” εραστής

Όταν δεν υπάρχει συναίσθημα, πολλές φορές προσπαθείς να το καλύψεις με επιδόσεις. Ελέγχεις ρυθμό, αντιδράσεις, κάθε κίνηση. Σαν να παίζεις σε σκηνή. Αντί να αφήνεσαι, σκηνοθετείς. Αντί να αισθάνεσαι, εντυπωσιάζεις. Και όσο πιο τέλειος δείχνεις, τόσο πιο μακριά είσαι από το αληθινό.

Πίσω από αυτό: η ανάγκη να πείσεις — πρώτα τον άλλον, μετά εσένα. Ότι «όλα είναι καλά», ότι «υπάρχει πάθος».

4. Αποφεύγεις τη σιωπή

Μιλάς, γελάς, αλλάζεις στάσεις, ψάχνεις μουσική, κάτι να γεμίσει τον χώρο. Γιατί η σιωπή είναι επικίνδυνη— εκεί, ανάμεσα στις ανάσες, μπορεί να ξεγλιστρήσει η αλήθεια. Ότι δεν υπάρχει πια τίποτα να ειπωθεί. Κι έτσι, κρατάς θόρυβο γύρω σου για να μη χρειαστεί να ακούσεις αυτό που ήδη ξέρεις. Η σιωπή είναι καθρέφτης. Κι εσύ δε θες να σε δεις έτσι.

 

5. Φεύγεις γρήγορα μετά

Όχι από αγένεια· από άμυνα. Μαζεύεις τα ρούχα, λες «ήταν υπέροχα», δίνεις ένα χαμόγελο-ευγένειας και φεύγεις. Γιατί αν μείνεις, θα αρχίσουν οι ερωτήσεις: «Τι νιώθεις;», «Όλα καλά;», «Πού πάμε;» Κι εσύ δεν έχεις καμία απάντηση που να μην πληγώνει. Γιατί η αγκαλιά που δε σε αγγίζει, είναι χειρότερη από τη μοναξιά.

Κι όμως, ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, αυτή η στάση στον ερωτικό τομέα δεν είναι απαραίτητα υποκρητική. Είναι ανθρώπινη. Είναι άμυνα. Είναι προσπάθεια να μη διαλυθεί τελείως κάτι που κάποτε είχε νόημα. Όλοι έχουμε υπάρξει εκεί— να κάνουμε έρωτα χωρίς να αγαπάμε, να δίνουμε το σώμα μας επειδή η ψυχή δεν αντέχει άλλο κενό. Και ίσως αυτό, τελικά, να είναι το πιο ειλικρινές ψέμα μας: Ότι προσποιούμαστε το πάθος, μόνο και μόνο για να νιώσουμε λίγο άνθρωποι.