Εκεί που στην Ευρώπη (κι όχι μόνο) κάθε χώρα παλεύει να ορίσει, να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές εκδοχές της έμφυλης βίας, η Ιταλία κάνει ένα βήμα που γράφει ιστορία. Λίγο μετά την αλλαγή του ορισμού της λέξης «βιασμός», η χώρα ενέκρινε την Τρίτη 25 Νοεμβρίου ένα νέο νομοσχέδιο που αναγνωρίζει επίσημα τη «γυναικοκτονία» ως αυτοτελές αδίκημα. Πρόκειται για μία τομή που για χρόνια ζητούσαν οργανώσεις, νομικοί και γυναίκες που είδαν τη δικαιοσύνη να μην έχει λέξεις – άρα και εργαλεία – για να περιγράψει τη βία που στοχεύει συγκεκριμένα το φύλο τους.

Με 237 ψήφους υπέρ και στήριξη τόσο από την κεντροδεξιά πλειοψηφία όσο και από την κεντροαριστερή αντιπολίτευση, η ιστορική αυτή ψηφοφορία συνέπεσε με τη Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.

 

 

View this post on Instagram

 

A post shared by The Associated Press (AP) (@apnews)

 

Το νέο νομικό πλαίσιο, το οποίο υποστηρίχθηκε ανοιχτά από την πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι, έρχεται ως αντίδραση σε μια σειρά εμβληματικών εγκλημάτων που συγκλόνισαν την Ιταλία. Η δολοφονία της φοιτήτριας Τζιούλια Τσεκετίν το 2023 αποτέλεσε σημείο καμπής, καθώς ανέδειξε με ωμό τρόπο τις ρίζες μιας βαθιά πατριαρχικής κουλτούρας που εξακολουθεί να καθορίζει τις σχέσεις εξουσίας μέσα στις οικογένειες, στα ζευγάρια, στην κοινωνία.

Το νομοσχέδιο προβλέπει αυστηρότερες ποινές για τον φόνο γυναίκας λόγω φύλου, ορίζοντάς τον πλέον ως ξεχωριστό αδίκημα που τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη. Περιλαμβάνει επίσης πιο αυστηρές ρυθμίσεις για εγκλήματα όπως το stalking και το revenge porn — δύο μορφές κακοποιητικών συμπεριφορών που τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ειδικά μετά την ψηφιοποίηση των προσωπικών σχέσεων.

Η Μελόνι τόνισε:

«Διπλασιάσαμε τη χρηματοδότηση για τα κέντρα και τους ξενώνες κατά της έμφυλης βίας, ενισχύσαμε τη γραμμή έκτακτης ανάγκης και προωθήσαμε νέες δράσεις εκπαίδευσης και ευαισθητοποίησης. Πρόκειται για απτά βήματα, αλλά δεν σταματάμε εδώ. Πρέπει να κάνουμε πολύ περισσότερα, κάθε μέρα».

Ωστόσο, η αντιπολίτευση αντέτεινε πως η έμφαση δίνεται αποκλειστικά στην καταστολή, αφήνοντας στο περιθώριο τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες που παράγουν τον κύκλο της βίας. Και τα δεδομένα είναι αμείλικτα: σύμφωνα με την Istat, μόνο το 2024 καταγράφηκαν στην Ιταλία 106 γυναικοκτονίες — οι 62 από συντρόφους ή πρώην συντρόφους.

Την ίδια στιγμή, ανοίγει μια ακόμη σκληρή συζήτηση: αυτή για τη σεξουαλική και συναισθηματική αγωγή στα σχολεία. Παρά το αίτημα οργανώσεων και ειδικών να συμπεριληφθεί ως υποχρεωτικό μάθημα, η κυβέρνηση προχωρά στην αντίθετη κατεύθυνση, απαγορεύοντας τη διδασκαλία στο Δημοτικό και απαιτώντας ρητή γονική συναίνεση στο Λύκειο. Για την κυβέρνηση, η κίνηση αυτή «προστατεύει τα παιδιά από ιδεολογική χειραγώγηση». Για την αντιπολίτευση, είναι «μεσαιωνική».

Η επικεφαλής του Δημοκρατικού Κόμματος, Έλλι Σλάιν, το διατύπωσε ως εξής:

«Η καταστολή δεν αρκεί χωρίς πρόληψη – και η πρόληψη ξεκινά στα σχολεία».

 

Κι αυτή είναι η ουσία:

Η αναγνώριση της γυναικοκτονίας είναι ένα τεράστιο, συμβολικό και πρακτικό βήμα. Αλλά δε θα σώσει από μόνη της καμία γυναίκα που αύριο θα επιστρέψει σε έναν κακοποιητικό σύντροφο επειδή δεν έχει χρήματα να φύγει. Δε θα αλλάξει την κουλτούρα των αγοριών που μεγαλώνουν χωρίς καμία εκπαίδευση για συναίνεση, σεβασμό και συναισθηματική διαχείριση. Δε θα αγγίξει τις ρωγμές μιας κοινωνίας όπου η εξουσία, η ζήλια, η κτητικότητα και η αντρική κυριαρχία εξακολουθούν να θεωρούνται «φυσιολογικά».

Η αλλαγή του νόμου είναι η αρχή. Η αλλαγή της νοοτροπίας είναι ο στόχος. Και αυτό απαιτεί κάτι πολύ μεγαλύτερο από ποινές: απαιτεί παιδεία, αξιοπρέπεια, πολιτικές στήριξης, δομές πραγματικής προστασίας και μια κοινωνία που θα σταματήσει επιτέλους να ρωτά «γιατί δεν έφυγε;» και θα αρχίσει να ρωτά «πόσα χρόνια θα μπει μέσα;».